Το άγριο έγκλημα των Γλυκών Νερών, που ήρθε χρονικά σε συνέχεια της μαφιόζικης δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, ερέθισε το δημόσιο ενδιαφέρον σχετικά με το ζήτημα της ποινικής μεταχείρισης των δραστών ιδιάζουσας βαρύτητας εγκλημάτων. Ως τέτοια μπορούν να χαρακτηριστούν ιδίως κάποιες περιπτώσεις ανθρωποκτονιών από πρόθεση, εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας κλπ. Απόψεις υπέρ της αυστηροποίησης των προβλεπόμενων και εκτιτέων ποινών ως αποτελεσματικού μέσου αποτροπής των επίδοξων εγκληματιών, ικανοποίησης των θυμάτων και καταλλαγής της αγανάκτησης της κοινωνίας είναι ασφαλώς συζητήσιμες και εκ των πραγμάτων αποτελούν ένα από τα βασικά επίδικα της συζήτησης. Απόψεις όμως, που αμφισβητούν τις κατακτήσεις του σύγχρονου νομικού πολιτισμού, αμφισβητούν αυτή καθαυτή την “επιστημονικότητα” της νομικής επιστήμης και προτείνουν την ωμή αντεκδίκηση είτε με τη μορφή της θανατικής ποινής είτε-ακόμη χειρότερα-με την πρωτόγονη απονομή του δικαίου διά της ανταπόδοσης των “ίσων” από τους οικείους των θυμάτων, είναι έξω από κάθε σοβαρή συζήτηση . Πιο συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου:
- Είναι δεδομένο ότι η ποινική μεταχείριση των δραστών ειδεχθών εγκλημάτων σήμερα είναι υπερβολικά επιεικής. Ως έχει, δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για τον επίδοξο δράστη. Από τη διαπίστωση αυτή όμως, μέχρι την προβολή της αξίωσης προς την Πολιτεία να επιβάλλονται οι ποινές που να “ικανοποιούν” τον κάθε ένα από μας υπάρχει απόσταση, που, ευτυχώς δεν καλύπτεται.
- Ταυτόχρονα, δεν προκύπτει από την μακροχρόνια εμπειρία, τόσο την ελληνική όσο και τη διεθνή, ότι οι αυστηρότερες ποινές λειτούργησαν από μόνες τους αποτρεπτικά ή είχαν ουσιώδη συμβολή στην περιστολή του εγκλήματος και μάλιστα του ειδεχθούς.
- Σε κάθε περίπτωση όμως, η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του θύματος ή της ψυχικής οδύνης των οικείων του, δεν είναι ανάξιο λόγου ή δευτερεύον δικαίωμα και αποτελεί επίσης ένα από τα προτάγματα του νομικού μας πολιτισμού. Και αυτή επέρχεται, όταν οι επιβαλλόμενες αλλά και εκτιόμενες ποινές είναι ανάλογες της βαρύτητας της πράξης.
- Η “αναλογικότητα” της επιβαλλόμενης και εκτιτέας ποινής προς τη βαρύτητα της εγκληματικής πράξης, προϋποθέτει ένα συνδυασμό μεταξύ της δίκαιης τιμωρίας, αυτής δηλαδή που δεν ερεθίζει αλλά ανταποκρίνεται στο περί δικαίου αίσθημα του μέσου ανθρώπου που δεν τελεί υπό το κράτος καταλυτικής ψυχικής φόρτισης και της τιμωρίας εκείνης που είναι ικανή να επαναφέρει τον δράστη στο επίπεδο του κοινωνικού ανθρώπου. Εννοείται επίσης, σε κάθε περίπτωση, ότι αυτή πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια που επιβάλλει ο σύγχρονος νομικός πολιτισμός, βασική παραδοχή του οποίου είναι, ότι η ποινή αποβλέπει κυρίως στον σωφρονισμό του δράστη και στην επανένταξή του στην κοινωνία των ανθρώπων.
Αυτό, κατ’ ακράδαντη λογική ακολουθία σημαίνει ότι α) είναι αδιανόητη η θανάτωση του δράστη αφού με τον τρόπο αυτό, μεταξύ άλλων, η Πολιτεία ομολογεί προκαταβολικά την παραίτησή της από την προσπάθεια σωφρονισμού του, κάτι που καμία φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί να αποδεχθεί ενώ, ταυτόχρονα, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το ένδικο μέσο της επανάληψης της διαδικασίας (αναψηλάφηση), το οποίο και ακυρώνει καθώς, ακόμη και στο θεωρητικό ενδεχόμενο εσφαλμένης κατάγνωσης της ενοχής, οι συνέπειες θα είναι μη επανορθώσιμες. Η θανατική ποινή καταργήθηκε στην Ελλάδα με τον νόμο 2172/1993. Για την ιστορία, αυτό έγινε επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Γεώργιο Κουβελάκη. Στη συνέχεια, με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, προβλέφθηκε ότι “Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν”. Τέλος, στο άρθρο 1 του 13ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εθνικού τους δικαίου “επειδή το Πρωτόκολλο Αριθ. 6 της Συμβάσεως, που αφορά την Κατάργηση της θανατικής Ποινής, που υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 28 Απριλίου 1983, δεν εξαιρεί την θανατική ποινή προκειμένου περί πράξεων που διαπράχθηκαν εν καιρώ πολέμου ή απειλουμένου πολέμου” προβλέφθηκε ρητά ότι “Κανείς δεν θα καταδικάζεται σε τέτοια ποινή ή θα εκτελείται”.
Μπαίνω στον κόπο να μνημονεύσω την αλληλουχία θέσπισης των πιο πάνω, αυξημένης τυπικής ισχύος νομοθετικών διατάξεων, για να εξηγήσω, ότι η πορεία προς την κατάργηση της θανατικής ποινής στον ευρωπαϊκό χώρο απέδειξε τη σταθερή, αταλάντευτη και αμετάκλητη βούληση των εθνών της Ευρώπης να ξεμπερδεύουν με τα κατάλοιπα του Μεσαίωνα. Οποιαδήποτε συζήτηση ανοίγει σήμερα από οποιονδήποτε για επαναφορά της αποτελεί ακραίο αναχρονισμό, διολίσθηση στην προνεωτερικότητα και δεν βρίσκει κανένα απολύτως ηθικό ή δικαιϊκό έρεισμα. Όταν μάλιστα τέτοιες απόψεις εκφέρονται από νομικούς τότε εύλογα διατυπώνεται σε βάρος τους και η μομφή της ανεπιστημονικότητα και β) ότι είναι εξόχως προβληματική (αλλά σε άκρως οριακές περιπτώσεις συζητήσιμη) ακόμη και η ισόβια παραμονή του στη φυλακή αφού με τον τρόπο αυτό, πιστοποιείται και πάλι η αποτυχία της Πολιτείας να επιχειρήσει την επανένταξή του στην κοινωνία.
Τα ζητήματα λοιπόν δεν είναι απλά ούτε μπορεί να καθορίζουμε τη στάση μας επ’ αυτών με βάση τη φόρτιση της στιγμής ή τί θα κάναμε εάν ήμασταν στη θέση των παθόντων. Πολλώ δε μάλλον δεν μπορούν σε αυτό το πλαίσιο να λειτουργούν ούτε η Πολιτεία όταν νομοθετεί ούτε ο εφαρμοστής του δικαίου. Τέλος, ας έχουμε κατά νου, ότι οι ακραίες απόψεις, αυτές που αμφισβητούν δομικά ή ακυρώνουν τις αρχές του δικαίου και αυτήν ακόμη επιστημονικότητα της επιστήμης, μπορούν να οδηγήσουν σε επικίνδυνο εκβαρβαρισμό την κοινωνία και τα δημόσια ήθη.