Η αχίλλειος πτέρνα της Νέας Δημοκρατίας

sms

Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Η Νέα Δημοκρατία διανύει αναμφίβολα μια παρατεταμένη περίοδο απόλυτης πολιτικής κυριαρχίας. Παρά την πληθώρα των εξωγενών δυσχερειών που κλήθηκε να αντιμετωπίσει από την κυβερνητική θέση, αλλά και των αστοχιών διαχείρισης σειράς ζητημάτων -από φυσικές καταστροφές έως τραγικά δυστυχήματα και θεσμικές εκτροπές- η εκλογική της απήχηση παραμένει εξαιρετικά υψηλή. Είναι η Νέα Δημοκρατία όμως ένα «αθάνατο κόμμα»; Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η επίμονη στροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη προς πολιτικές που ταυτίζονται με την έννοια της προοδευτικότητας θα ξένιζε το συντηρητικότερο κομμάτι του ακροατηρίου του και θα έπληττε το κόμμα.Το νομοσχέδιο για το δικαίωμα στον γάμο και στην τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια έμοιαζε πριν από μερικές εβδομάδες να είναι ένα δύσκολο εμπόδιο για τη συνοχή της Νέας Δημοκρατίας, ενός κόμματος που στεγάζει εδώ και δεκαετίες ένα ετερόκλητο ως προς τις πολιτικές αρχές τους σύνολο βουλευτών, στελεχών και ψηφοφόρων. Η πλέον συντηρητική πτέρυγα του κόμματος δήλωνε εξαρχής αρνητική στην υπερψήφιση του νομοσχεδίου που το πρωθυπουργικό περιβάλλον επιθυμούσε να προωθήσει, έχοντας άλλωστε επιδείξει και στο παρελθόν ανάλογη στάση στο ίδιο και σε παρεμφερή ζητήματα που αμφισβητούσαν τον ρόλο του κόμματος ως υπερασπιστή μιας κάποιας ηθικής τάξης. Οι κινήσεις τακτικής που ακολούθησε το πρωθυπουργικό περιβάλλον περιόρισαν την έκταση των αντιδράσεων στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, ενώ και η σχετικά χαμηλή σημαντικότητα του θέματος για την κοινή γνώμη απώθησαν τον όποιο κίνδυνο ρήξης που θα μπορούσε να στοιχίσει στη Νέα Δημοκρατία απώλειες ψήφων στα δεξιά της. Το νομοσχέδιο για την ισότητα των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών δεν ήταν τελικά η αχίλλειος πτέρνα της Νέας Δημοκρατίας.

Και όμως υπάρχει ένα τέτοιο σημείο: πρόκειται για τη διαχείριση της ολοένα αυξανόμενης και πιο πολύπλοκης εγκληματικότητας. Η ειδησεογραφία των τελευταίων εβδομάδων κυριαρχείται από ειδεχθείς ανθρωποκτονίες, βιασμούς, συμπλοκές ανηλίκων και μαφιόζικες δολοφονίες, στοιχεία που σαφώς δημιουργούν μια αίσθηση αναποτελεσματικότητας στη διαχείριση.Η ΝΔ αντιμετώπισε το ζήτημα της εγκληματικότητας εξ αρχής ως ένα «ζήτημα θέσης», δηλαδή ως ζήτημα επί του οποίου είναι πιθανό τα κόμματα να λαμβάνουν διαφορετικές θέσεις. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, υπάρχει η «σκληρή θέση», δηλαδή μια πολιτική αυστηρότερων ποινών και εντονότερης καταστολής -ακόμα και αν αυτή πλήττει ατομικές ελευθερίες- και υπάρχει και η «μαλακή θέση», δηλαδή μια πολιτική ελαφρύτερων ποινών και μη χρήσης βίας από την αστυνομία. Στρατηγικός στόχος της ΝΔ υπήρξε η αυτό-τοποθέτησή της στη «σκληρή»θέση και η ταύτιση του ΣΥΡΙΖΑ με τη «μαλακή» θέση, τακτική που της επέτρεψε να κερδίζει πόντους στον ανταγωνισμό μαζί του όλα τα προηγούμενα χρόνια.Ωστόσο, η έξαρση του φαινομένου μετασχηματίζει εκ των πραγμάτων την εγκληματικότητα από ζήτημα θέσης σε ζήτημα αποτελεσματικότητας: ποιος τελικά καταφέρνει να λύσει το ζήτημα; Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί κινδύνουςγια τη ΝΔ στην περίπτωση που το φαινόμενο δεν υποχωρήσει, δεδομένου άλλωστε ότι είναι εκείνη που βρίσκεται στην εξουσία. Η ταύτιση του ΣΥΡΙΖΑ με τη «μαλακή θέση» δεν είναι πλέον επαρκές εκλογικό όπλο.

Ο κίνδυνος μεγεθύνεται, αν κανείς λάβει υπόψη του και τη στόχευση της ΝΔ προς τους λεγόμενους κεντρώους ψηφοφόρους. Ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων αυτών είναι η πίστη τους στην αξία της ομαλής λειτουργίας των θεσμών και στην αξία τήρησης των νόμων. Υπό την έννοια αυτή, η «σκληρή θέση» είναι αποδεκτή από αυτούς τους ψηφοφόρους, στον βαθμό βέβαια που δεν παρατηρούνται περιστατικά κατάχρησης της εξουσίας από την αστυνομία, διότι αυτό θα συνιστούσε εμφανή ανωμαλία στη λειτουργία των θεσμών. Συνεπώς, πρέπει να αποσαφηνίσουμε το περιεχόμενο της λεγόμενης «σκληρής θέσης»: είναι άλλο πράγμα η αυστηρότητα στην τήρηση του νόμου και άλλο πράγμα η αστυνομοκρατία. Οι κεντρώοι ψηφοφόροι αποδέχονται το πρώτο, όχι όμως το δεύτερο. Μάλιστα, υπό συνθήκες μη αποτελεσματικής αστυνόμευσης, ισχυροποιούνται οι ενδείξεις που τέτοιοι ψηφοφόροι συλλέγουν ότι ως «σκληρή θέση» νοείται το δεύτερο -δηλαδή η αυξημένη ορατότητα της αστυνομίας και η μερική απόκλιση από το νόμιμο πλαίσιο λειτουργίας της- και όχι η προσεκτική, αμερόληπτη και συνεχής εφαρμογή του πλαισίου αυτού. Το σημείο αυτό συνιστά δυνητικά ένα πρόβλημα για τη σχέση της ΝΔ με το κεντρώο ακροατήριο.

Αξίζει να σημειωθεί καταληκτικά ότι η εγκληματικότητα συνιστά ζήτημα δυσκολότερο για την κυβέρνηση ακόμα και σε σύγκριση με την ακρίβεια για δύο λόγους. Κατά πρώτον, γιατί στο ζήτημα της ακρίβειας η κυβέρνηση είναι σε θέση να επικαλεστεί επιτυχώς την εξωγένεια του προβλήματος, δηλαδή τη σύνδεση του φαινομένου με διεθνείς παράγοντες, όπως η τιμή της ενέργειας, το μέγεθος της ελληνικής αγοράς ή η δυσχέρεια που προκαλούν οι πολεμικές συρράξεις στην παραγωγή και στο εμπόριο. Στο ζήτημα της εγκληματικότητας, κάτι ανάλογο δεν είναι εφικτό. Δεύτερος λόγος της δυσκολίας της κυβέρνησης της ΝΔ με την εγκληματικότητα είναι ο σαφέστερος ρόλος του κράτους -το οποίο η κυβέρνηση διαχειρίζεται- ως εγγυητή της δημόσιας ασφάλειας σε σχέση με τον ρόλο του ως ελεγκτή της λειτουργίας της αγοράς. Για τον μέσο ψηφοφόρο, η διαφορά αυτή καθιστά την απόδοση ευθυνών σε μια κυβέρνηση για την έξαρση της εγκληματικότητας πιο εύκολη. Τελικά, η ΝΔ μοιάζει ευάλωτη σε ένα από τα πλέον «δικά της» πεδία πολιτικής.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Πολιτική”, 28-1-2024)