«Γερασμένο» το κέντρο της Θεσσαλονίκης

από Team MyPortal.gr
sms

Tης Αρχοντούλας Τσιλικιώτη

Η Θεσσαλονίκη, μια πόλη με βαθιές ρίζες και πλούσια ιστορία, φιλοξενεί ποικιλία αρχιτεκτονικών κατασκευών που αντικατοπτρίζουν την πολυπολιτισμική κληρονομιά της. Μεταξύ των κτιρίων της, βρίσκονται και αυτά που έχουν πέσει θύματα του χρόνου και της παραμέλησης. Ειδικότερα σύμφωνα με την υπηρεσία δόμησης του δήμου Θεσσαλονίκης συντάχθηκαν 184 εκθέσεις επικινδύνου για το 2023.

Τα «γερασμένα» κτίρια αλλά και η αντιμέτωπη και αξιοποίηση τους αποτελούν ένα σύνθετο ζήτημα που απασχολεί την πόλη. Στην «Π», μίλησαν επί του θέματος ο Νίκος Καλογήρου, ομότιμος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΑΠΘ, η Μαρία Δούση, αναπληρώτρια καθηγήτρια  του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ καθώς και ο Πρόεδρος της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ/ΤΚΜ  Ηλίας Περτζινίδης.

Η «χρονογραμμή» του οικιστικού αποθέματος

Μετά την πυρκαγιά 1917,  μεσοπολεμικά αλλά και μεταπολεμικά διαμορφώθηκε ένα σημαντικό μέρος του αρχιτεκτονικού τοπίου της. «Μετά την πυρκαγιά επιτράπηκε η ανοικοδόμηση πολυκατοικιών, πρωτοποριακό φαινόμενο για τον ελληνικό χώρο», σύμφωνα με τον κ. Καλογήρου.

Και συνεχίζει: «αργότερα έχουμε μια σειρά από πολυκατοικίες του μεσοπολέμου που διασώζονται και μετά έχουμε τη «μεγάλη η ανοικοδόμηση» των δεκαετιών του 1950, 1960, 1970 . Και οι οποίες έχουν μια σειρά ιδιομορφιών, είναι αρκετά πυκνοδομημένες.  Είναι οι λεγόμενες «πολυκατοικίες της αντιπαροχής» είναι πυκνοδομημένες με ανάμειξη χρήσεων, δηλαδή στα ισόγεια μπορεί να φιλοξενούν καταστήματα και στους ορόφους μπορεί να υπάρχουν κατοικίες αλλά και γραφεία και πολλές άλλες χρήσεις. Επομένως είναι ένα λειτουργικό απόθεμα το οποίο έχει υποβαθμιστεί με την πάροδο του χρόνου και με την εγκατάλειψη της συντήρησης», αναφέρει ο κ. Καλογήρου. Αθροιστικά οι παραπάνω κατηγορίες αποτελούν περίπου το 70 -80% του κτιριακού αποθέματος στο κέντρο της πόλης σύμφωνα με την κ. Δούση.

«Φρένο» το ιδιοκτησιακό καθεστώς

«Πηγή του κακού» για την συντήρηση παλαιών κτιρίων πολλές φορές αποτελεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς. «Οι ιδιοκτήτες μη βοηθούμενοι από πουθενά πολλές φορές αντιμετωπίζουν την ιδιοκτησία ενός παλαιού κτηρίου ως «κατάρα», με αποτέλεσμα να μην την αξιοποιεί.  Διαιωνίζεται ένας φαύλος κύκλος. Όλο και περισσότερα κτίρια φτάνουνε στο όριο της φυσικής τους κατάστασης  με αποτέλεσμα να είναι «ντροπή» για την πόλη αλλά και επικίνδυνο για τους περαστικούς», αναφέρει η κ. Δούση.

Μονόδρομος η αποκατάσταση

Παρόλα αυτά, η κ.Δούση θεωρεί πως τα πάντα μπορούν να αποκατασταθούν και να διασωθούν, γεγονός που θα πρέπει να είναι και ο στόχος όλων των φορέων προστασίας της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και του κράτους.

Στο ίδιο μήκος κύματος ο κ. Καλογήρου, θεωρεί ότι οι κατεδαφίσεις πρέπει να αποφεύγονται. Η συντήρησή των «γερασμένων» κτηρίων έχει ορισμένα ζητήματα τεχνικής φύσης. Τα στατικά πρέπει να ελεγχθούν και συντηρηθούν και επίσης, όταν δεν μιλάμε για ιδιαίτερα αξιόλογα κτίρια, θα πρέπει να δούμε πώς θα μπορούν να ανταποκριθούν στις σημερινές συνθήκες.

Ανάλογα φυσικά με το πόσο αξιόλογα είναι τα κτήρια  η αποκατάσταση μπορεί να είναι στην ουσία διατήρηση του εσωτερικού και του κελύφους. Σε λιγότερο αξιόλογα μπορεί να περιλαμβάνει διατήρηση μόνο του κελύφους. Πιστεύω ότι γενικά είναι σπατάλη,να καταστρέφουμε ένα κτιριακό απόθεμα και να το αντικαθιστούμε με πιο πυκνοδομημένες σύγχρονες οικοδομές. Και το κόστος εάν γίνει με μετασχηματικό τρόπο είναι χαμηλότερο», επισημαίνει ο κ. Καλογήρου.

«Χειρουργική επέμβαση» η αποκατάσταση

Όσον αφορά την αποκατάσταση των «γερασμένων» κτηρίων θα πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε μια στατική προσέγγιση από πολιτικό μηχανικό καθώς πρόκειται για παλιά κτίρια που έχουν κατασκευαστεί με παλαιότερους κανονισμούς.

«Στην περίπτωση της αποκατάστασης χρειάζεται κανονική άδεια γιατί πρέπει να γίνει στατική μελέτη, κάνεις στατικές ενισχύσεις. Κτίρια τέτοιου είδους, τα οποία έχουν έναν ειδικό σκελετό θέλει πάρα πολύ καλή επίβλεψη,  να είσαι σίγουρος για αυτά που προτείνεις και τιςυποστυλώσεις που έχεις κάνει. Είναι μια χειρουργική επέμβαση», τονίζει ο κ. Περτζινίδης.

Παρόλο που η στατική προσέγγιση στην περίπτωση παλαιών κτιρίων είναι αναγκαία, πολλές φορές όπως αναφέρει ο κ. Καλογήρου εξασφαλίζεται μια άδεια μικρής κλίμακας σύμφωνα με την οποία δεν συμμετέχουν ούτε αρχιτέκτονες και τα συνεργεία τα οποία αναλαμβάνουν δεν έχουν την κατάλληλη κατάρτιση.

«Ακολουθείται η λογική του ότι άμα βγάλω εγώ μια άδεια μεγάλης κλίμακας, θα μου στοιχίσει περισσότερο. Θα πληρώσω περισσότερο τους μηχανικούς, θα «μπλέξω» με τις άδειες των υπηρεσιών και άρα θέλω να την αποφύγω και βγάζω μικρής κλίμακας. Αυτό όμως ενέχει πολλαπλούς κινδύνους και ο πρώτος και κεφαλαιώδης κίνδυνος είναι να γίνουν επεμβάσεις που δεν έχουν περάσει από έλεγχο όπως για παράδειγμα, να γκρεμιστούν τοιχοποιίες ή  σημαντικά στατικά τμήματα του κτιρίου, άρα να έχουμε προβλήματα που γίνονται ακόμη πιο σοβαρά και αφορούν την ανθρώπινη ζωή», επισημαίνει επί του θέματος η κα. η Δούση.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Πολιτική”, 4-5-2024)