Ένα ψεύτικο δίλημμα: κομματική πειθαρχία ή πολυσυλλεκτικότητα;

sms

Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Στην ψηφοφορία για τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών καταγράφηκαν αποκλίσεις σημαντικού μέρους βουλευτών από τις κεντρικές επιλογές των κομμάτων τους επί του θέματος. Το νομοσχέδιο καταψηφίστηκε από το 30% των βουλευτών της ΝΔ και το 30% των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, ενώ και στον ΣΥΡΙΖΑ σημειώθηκαν ισχυρές διαφοροποιήσεις, φαινόμενο σπάνιο για τα δεδομένα της κοινοβουλευτικής ζωής στην Ελλάδα. Ήταν μήπως αυτή μια ένδειξη της ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου νομοσχεδίου; Ή παρακολουθούμε μια σταδιακή αλλαγή στη συμπεριφορά των κομματικών ελίτ που πλέον αποστοιχίζονται ευκολότεραστην εποχή της μεταβλητότητας θέσεων και επιλογών ψήφου;

Πολλοί ερμήνευσαν τις αποκλίσεις που παρατηρήθηκαν στην ψηφοφορία για αυτό το νομοσχέδιο στη βάση της ιδιαιτερότητας του ζητήματος και της εύκολης σύνδεσής του με ζητήματα ηθικής τάξης. Παρότι το επιχείρημα δεν είναι πειστικό, καθώς οι πολιτικές θέσεις των κομμάτων για το φύλο και την οικογένεια είναι διακηρυγμένες και συνεπώς θα έπρεπε να ήταν γνωστές στους βουλευτές όταν αποφάσισαν τη συμμετοχή τους στις λίστες εκάστου κόμματος, λαμβάνοντας προφανώς υπόψη τους και την προσωπική ηθική τους, η απόκλιση τόσων βουλευτών από τις κεντρικές γραμμές των κομμάτων συνιστά μια ιδιαιτερότητα που δύσκολα θα επαναληφθεί. Διότι στην ελληνική κοινοβουλευτική ζωή κυριαρχεί ο άγραφος νόμος της λεγόμενης «κομματικής πειθαρχίας», δηλαδή η επιβολή συγκεκριμένης ψήφου στους βουλευτές των κομμάτων από τις ηγεσίες τους. Η τάση της εκάστοτε κυβέρνησης να ποδηγετεί τη Βουλή, αντιμετωπίζοντας τους βουλευτές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ως «άβουλους στρατιώτες» τους που θα χειροκροτήσουν κάθε νομοσχέδιο, δεν είναιυπό καμία αμφισβήτηση. Ομοίως βέβαια δεν αμφισβητείται και η τάση των αντιπολιτεύσεων να ζητούν από τους δικούς τους βουλευτές να κραυγάζουν οπαδικά στο κοινοβούλιο εναντίον κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης.

Και τότε πώς χαλάρωσαν τη θηλιά της «κομματικής πειθαρχίας» τα κόμματα την περασμένη εβδομάδα; Η απάντηση είναι ότι υποχρεώθηκαν να το κάνουν. Η επιμονή της ηγεσίας της ΝΔ να φέρει το νομοσχέδιο στη Βουλή -πιθανώς για λόγους ειλικρινούς πίστης στην ιδέα της ισότητας στον γάμο, πιθανώς για λόγους στρατηγικής- υποχρέωσε κόμματα που κάθε άλλο παρά συνεκτικά είναι ως προς τις επιμέρους πολιτικές θέσεις που υιοθετούν, να σερβίρουν το επιχείρημα της πολυσυλλεκτικότητας, δηλαδή της αποδοχής αποκλίσεων στις ψήφους των βουλευτών στο κοινοβούλιο. Φοβάμαι ότι το επιχείρημα περί πολυσυλλεκτικότητας των κομμάτων χρησιμοποιείται προκειμένου να καλύψει το πάθος των ηγεσιών τους για τη διατήρηση της μονοκομματικής εξουσίας που φυσικά εξασφαλίζεται ευκολότερα όταν «κανείς δεν περισσεύει». Δεν μπορεί να είσαι υπέρ της πολυσυλλεκτικότητας, αλλά εναντίον των κυβερνητικών συνεργασιών. Δεν μπορεί να θεωρείς ότι μια συμμαχική κυβέρνηση είναι δυσλειτουργική, ενώ ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα είναι λειτουργικό. Σε μια δημοκρατία, ζητούμενο είναι η εύρεση συναινετικών λύσεων και υπό αυτήν την έννοια η σύνθεση μεταξύ θέσεων κομμάτων είναι θεμιτή. Άλλωστε με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν τα κοινοβούλια στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, με τους βουλευτές αντιπολιτευόμενων κομμάτων να υπερψηφίζουν συχνά κυβερνητικά νομοσχέδια, χωρίς να τους προσάπτεται η ετικέτα του προδότη. Όμως διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των κομμάτων -και μάλιστα επί θέσεων που έχουν περιγραφεί καθαρά προ εκλογών- δεν μπορούν να είναι επιτρεπτές γιατί απλούστατα μειώνουν την αξία της προγραμματικής συμφωνίας ως κριτηρίου συμμετοχής στην κοινοβουλευτική ομάδα ενός κόμματος. Και όλοι θα συμφωνήσουμε ότι αυτός είναι ο ύψιστος λόγος συμμετοχής κάποιας ή κάποιου σε ένα κόμμα.

Πώς γίνεται λοιπόν να αποτελούν παθογένειες για μια σύγχρονη δημοκρατία τόσο η νόρμα της κομματικής πειθαρχίας, όσο και το καύχημα των ηγεσιών για την πολυσυλλεκτικότητα των κομμάτων; Γίνεται, κατά πρώτον, διότι και οι δύο χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικές τακτικές κατά περίπτωση: η κομματική πειθαρχία όταν δεν μπορούμε να ανεχτούμε την πολυσυλλεκτικότητα και η πολυσυλλεκτικότητα όταν δεν μπορούμε να επιβάλουμε την κομματική πειθαρχία. Οι βουλευτές κάθε κόμματος θα πρέπει να διατυμπανίζουν προ των εκλογών την προγραμματική τους συμφωνία με κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου δημόσιων πολιτικών του κόμματος με το οποίο είναι υποψήφιοι. Δεν υπάρχει χώρος για πολυφωνία εντός ενός κόμματος που επιδιώκει την εφαρμογή πολιτικών για την κοινή μας ζωή. Υπάρχει μόνο εντός ενός κόμματος που επιδιώκει την κατάκτηση και τη διαχείριση της εξουσίας, με τον ρόλο των πολιτικών που θα εφαρμόσει να είναι δευτερεύων.Κατ’ επέκταση λοιπόν, σε ένα κόμμα αρχών, η επιβολή κομματικής πειθαρχίας είναι περιττή.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Πολιτική”, 24-2-2-24)