Δύο λάθη και μία ελπίδα για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία

sms

Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας

 

Η συζήτηση για την κρίση ταυτότητας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων φτάνει σχεδόν τρεις δεκαετίες πίσω. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αναζητούσε έναν νέο λόγο από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν επιχείρησε να αντιπαρατεθεί με διάφορες εκδοχές της Κεντροδεξιάς υπερασπιζόμενη μια κεντρώα και φιλελεύθερη προσέγγιση, τον λεγόμενο «τρίτο δρόμο». Παρότι αρχικώς η νέα ταυτότητα αγκαλιάστηκε από ευρύτατα στρώματα και εξασφάλισε μακρά περίοδο κυβερνητικής εξουσίας στον Τόνι Μπλερ στη Βρετανία και στον Γκέρχαρντ Σρέντερ, στην Γερμανία, τελικά αποδείχτηκε να έχει κόστος, όπως αποδεικνύει η εύκολη διολίσθηση στην πολιτική λήθη του πρώην πρωθυπουργών της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ και της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι.

Για πολλούς, ο «τρίτος δρόμος» υπήρξε η αρχή της σύγχυσης γύρω από την πολιτική φυσιογνωμία των Σοσιαλδημοκρατών. Το νέο προφίλ δεν έτυχε θετικής υποδοχής από την παραδοσιακή εκλογική βάση των Σοσιαλδημοκρατών, δηλαδή την εργατική τάξη, για τον απλούστατο λόγο ότι το άνοιγμα στην ελεύθερη αγορά, αρχικά, και η προτεραιοποίηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας ως στόχου, στη συνέχεια, εκλήφθηκαν ως υποχώρηση έναντι των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Και παρότι ο όγκος της παραδοσιακής εργατικής τάξης του «μπλε κολλάρου» είναι πλέον σημαντικά συρρικνωμένος -δεν ξεπερνά το 15% του εργατικού δυναμικού στη Δύση- η διεύρυνση των ανισοτήτων που ακολούθησε η μείωση των κοινωνικών δαπανών και η υπέρμετρη φορολόγηση την εποχή της δημοσιονομικής πειθαρχίας, χτύπησε και τη νέα «εργατική τάξη» των υπαλλήλων σε τομείς υπηρεσιών ή τη νέα «μεσαία τάξη» των αυτό-απασχολουμένων επιστημόνων ή των μισθωτών υψηλής μόρφωσης, οι οποίοι μοιράζονται τη βάση της πολιτικής φιλοσοφίας των Σοσιαλδημοκρατών, δηλαδή την ανακατανομή του εισοδήματος. Η υιοθέτηση του δόγματος της δημοσιονομικής πειθαρχίας από το «φυσικό κόμμα» των παραπάνω στρωμάτων λοιπόν απώθησε το παραδοσιακό ακροατήριο των Σοσιαλδημοκρατών, ενώ την ίδια στιγμή δεν οδήγησε στην εισροή νέων ψηφοφόρων από την κεντροδεξιά, καθώς για όσους η δημοσιονομική πειθαρχία ήταν ισχυρή προτεραιότητα, η Κεντροδεξιά έμοιαζε να είναι η πιο ασφαλής επιλογή, ή με άλλα λόγια η κάτοχος του brand της συγκεκριμένης θεματικής. Η προσθήκη της υπόσχεσης για προστασία του κράτους πρόνοιας και των δημόσιων υπηρεσιών -την οποία πρόσθεσαν πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ως αντιστάθμισμα της ρητορικής περί αναγκαστικής λιτότητας- δεν έπεισε τους ψηφοφόρους και μάλλον εκλήφθηκε ως επιχείρηση πολιτικής πλάνης.

Λανθασμένη αποδεικνύεται πως ήταν και η προσπάθεια των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να ξανακερδίσουν την υποστήριξη της εργατικής τάξης, υιοθετώντας σκληρή πολιτική σε θέματα μετανάστευσης. Η νέα «μεσαία τάξη», αλλά και η νέα «εργατική τάξη», επιδεικνύει ζωηρό ενδιαφέρον για ζητήματα πολιτισμικού φιλελευθερισμού και κατάργησης των διακρίσεων, συνεπώς αντί-μεταναστευτικές πολιτικές και δισταγμοί στην προστασία της διαφορετικότητας δεν γίνονται αποδεκτές από τον νέο εκλογικό πυρήνα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Δεδομένου του αυξανόμενου μεγέθους αυτού του τμήματος του ακροατηρίου, η αγνόηση της έντονα προοδευτικής θέσης του σε κοινωνικά και αξιακά ζητήματα θα ήταν λανθασμένη. Πολύ περισσότερο που η πιο φοβική θέση σε τέτοια ζητήματα καλύπτεται στο επίπεδο της προσφοράς από κόμματα της Κεντροδεξιάς τα οποία είναι μάλιστα σε θέση να τεκμηριώσουν την πολύχρονη ιδιοκτησιακή σχέση τους με τις θέσεις αυτές.

Συνοπτικά, η μειωμένη δημοτικότητα των επιλογών της λιτότητας και του φρένου στη μετανάστευση στο δυνητικό ακροατήριο των Σοσιαλδημοκρατών, σε συνδυασμό με μια εικόνα μη συνοχής στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών, συνθέτουν την κρίση πολιτικής ταυτότητας του χώρου. Κλειδί στο πρόβλημα ταυτότητας συνιστά η άρση της επιφυλακτικότητας των Σοσιαλδημοκρατών να μετακινηθούν επισήμως στον λεγόμενο χώρο της «προοδευτικής πολιτικής», δηλαδή να ενισχύσουν το ενδιαφέρον τους για ζητήματα προστασίας δικαιωμάτων, ανοιχτής μεταναστευτικής πολιτικής και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Ο πολιτικός αυτός χώρος εμφανίζεται ελκυστικότερος στη νέα εκλογική βάση των μισθωτών στον τομέα των υπηρεσιών, οι οποίοι λόγω του υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου και της ηλικίας τους, εμφανίζουν αυξημένο ενδιαφέρον για τέτοιου τύπου θέματα, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζουν το κλασικό αναδιανεμητικό μήνυμα των Σοσιαλδημοκρατών. Με άλλα λόγια, η καθαρή και συστηματική προσέγγιση αυτού του πολιτικού χώρου δεν αντιστρατεύεται τη διατήρηση του ιστορικού λαβάρου της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αντιθέτως, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η σοσιαλδημοκρατική οικογένεια θα μπορούσε να εδραιώσει, στη βάση της πολιτικής φυσιογνωμίας της, τη νέα εκλογική συμμαχία της οικονομικής και κοινωνικό-πολιτισμικής συμπερίληψης.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Πολιτική”, 9-3-2024)