Διεθνή ΜΜΕ για αναβάθμιση από Fitch: Ανοίγει η πόρτα μιας δεξαμενής επενδύσεων

από Team MyPortal.gr
sms

Για την επιστροφή των ελληνικών ομολόγων στους κορυφαίους διεθνείς δείκτες μιλούν τα διεθνή ΜΜΕ, μετά την αναβάθμιση από τον αμερικανικό οίκο αξιολόγησης Fitch και την ανάκτηση από την Ελλάδα της επενδυτικής βαθμίδας.

«Η αναβάθμιση της Ελλάδας από τη Fitch διευρύνει την αγορά ομολόγων της χώρας», αναφέρει το Bloomberg.

«Η Fitch Ratings αναβάθμισε την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα, ανοίγοντας στα ομόλογα της χώρας την πόρτα μιας δεξαμενής επενδύσεων πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο οίκος έδωσε στην Ελλάδα αξιολόγηση BBB- με σταθερή προοπτική την Παρασκευή, απηχώντας την απόφαση της S&P Global Ratings να αναβαθμίσει την Ελλάδα στα τέλη Οκτωβρίου μετά από 13 χρόνια που είχε αξιολόγηση κατηγορίας σκουπιδιών.

Η κίνηση της Fitch ανοίγει το δρόμο για την επανεισδοχή των ελληνικών ομολόγων σε ορισμένους δείκτες ομολόγων επενδυτικού μόνον βαθμού που διαχειρίζονται εταιρείες όπως οι Bloomberg, ο FTSE, η IHS Markit και η JPMorgan Chase. Συνήθως απαιτούνται τουλάχιστον δύο βαθμολογίες BBB ή ισοδύναμες από τις τρεις μεγάλες εταιρείες για να συμμετέχει μια χώρα σε τέτοιους δείκτες», μεταδίδει το πρακτορείο.

«H Fitch αναβαθμίζει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα με ευνοϊκή δομή εξυπηρέτησης χρέους», μεταδίδει το Reuters.

Όπως αναφέρει το πρακτορείο «η αναβάθμιση της Ελλάδας από τη Fitch, έρχεται σε συνέχεια της αντίστοιχης κίνησης από την S&P Global Ratings τον Οκτώβριο και καθιστά τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα για ένα ευρύ φάσμα ομολογιακών δεικτών που διαχειρίζονται πολλές εταιρείες (…)

Tο ελληνικό χρέος διαπραγματεύεται ήδη με ευνοϊκότερους όρους, αφότου η εκλογική νίκη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη τον Μάιο δημιούργησε ελπίδες ότι θα ακολουθήσουν οι αναβαθμίσεις, τονίζει το Reuters θυμίζοντας ότι η Ελλάδα απώλεσε την επενδυτική βαθμίδα το 2010, όταν ξέσπασε η δεκαετής κρίση χρέους «αναγκάζοντάς την να υπογράψει διεθνή προγράμματα διάσωσης ύψους περίπου 260 δισεκατομμυρίων ευρώ για να μη βουλιάξει».

«Ο οίκος αξιολόγησης Fitch θεωρεί και πάλι την Ελλάδα άξια για επενδύσεις», γράφει η Handelsblatt.

«Η εταιρεία αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Δύο άλλοι οίκοι αξιολόγησης είχαν ήδη αξιολογήσει την Ελλάδα υψηλότερα νωρίτερα. Ο οίκος αξιολόγησης Fitch απένειμε στην Ελλάδα βαθμολογία «επενδυτικής βαθμίδας». Ο οργανισμός αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας της νότιας Ευρώπης σε «BBB-». Οι προοπτικές είναι σταθερές, ανακοίνωσε η Fitch το βράδυ της Παρασκευής. Προηγουμένως η βαθμολογία ήταν “BB+” και ως εκ τούτου στη λεγόμενη περιοχή σκουπιδιών με υψηλό κίνδυνο χρεοκοπίας. Ο Fitch δικαιολόγησε την αναβάθμιση λέγοντας ότι το εθνικό χρέος της Ελλάδας θα συνεχίσει να μειώνεται δεδομένης της σταθερής δημοσιονομικής πολιτικής», γράφει η γερμανική οικονομική εφημερίδα.

«Η Fitch αναβαθμίζει σε επενδυτική βαθμίδα την αξιολόγηση της Ελλάδας», μεταδίδει το AFP.

«Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Fitch αναβάθμισε την αξιολόγηση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, επαινώντας την πρόοδο της χώρας στη μείωση των αυξημένων επιπέδων χρέους της (…)

Πρόσθεσε ότι αναμένει ότι το χρέος της Ελλάδας θα μειωθεί στο 160,8% του AΕΠ φέτος και στο 141,2% έως το 2027 – μια απότομη βουτιά από το 171,4% το 2022. Η ελληνική κρίση χρέους πυροδοτήθηκε από τις αλόγιστες κρατικές δαπάνες και την εσφαλμένη αναφορά δημοσιονομικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όταν αποκαλύφθηκε από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 2009, προκάλεσε ραγδαία εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας.

Η Ελλάδα υπέμεινε οκτώ χρόνια λιτότητας κάτω από τρία διαδοχικά διεθνή προγράμματα διάσωσης — συνολικής αξίας 289 δισεκατομμυρίων ευρώ (306 δισεκατομμύρια δολάρια) — σε μια προσπάθεια διάσωσης της χώρας από την κατάρρευση κάτω από το βουνό χρέους περίπου 300 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ζήτησαν οι πιστωτές της Ελλάδας είχαν σημαντικό αντίκτυπο, μειώνοντας το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) κατά ένα τέταρτο σε διάστημα οκτώ ετών και εκτινάσσοντας την ανεργία στα ύψη σε περισσότερο από 27%», σημειώνει το Γαλλικό Πρακτορείο.