Αλέξανδρος Λαγάκος: Πως διαμορφώνονται οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος

από Team MyPortal.gr
sms

Συνέντευξη στον Βαγγέλη Πλάκα

Για τον μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και το πως λειτουργεί το χρηματιστήριο ενέργειες μιλάει στην “Π” ο Ιδρυτικός Πρόεδρος του Greek Energy Forum και Γενικός Διευθυντής του Ομίλου Molgas στη ΝΑ Ευρώπη. Ο κ. Αλέξης Λαγάκος εξηγεί και τη συμβολή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα και τι γίνεται με τις λιγνιτικές μονάδες.

Επειδή υπάρχουν ενεργειακές ελλείψεις στα Βαλκάνια, πρέπει στην Ελλάδα να πληρώνουμε ακριβότερο ρεύμα;

Όσο περίεργο και αν ακούγεται αυτό, η απάντηση είναι κατά τη γνώμη μου «ναι» διότι αυτή η διασύνδεση μεταξύ των Βαλκανικών αγορών έχει αντίστοιχα αποζημιώσει πολλάκις την Ελλάδα μέχρι σήμερα και θα συνεχίσει να το επιτυγχάνει αυτό και στο μέλλον. Επιτρέψτε μου να τεκμηριώσω την απάντησή μου:

Οι εθνικές αγορές ηλεκτρισμού της Βαλκανικής εδώ και αρκετά χρόνια αποτελούν «συζευγμένες αγορές», δηλαδή αγορές που έχουν πρακτικά εξαλείψει τυχόν τεχνητά (εμπορικής ή ρυθμιστικής φύσεως) εμπόδια στο διασυνοριακό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, το παραγόμενο ρεύμα είναι ένα εμπόρευμα που διατίθεται και διακινείται (σχεδόν) ελεύθερα μεταξύ αυτών των συζευγμένων αγορών.

Κάθε ώρα της ημέρας, καθεμία από αυτές τις αγορές οφείλει να εξισορροπεί την προσφορά με τη ζήτηση. Καθοριστικό εργαλείο σε αυτή τη «δύσκολη άσκηση» για τους εθνικούς εκκαθαριστές των επιμέρους αγορών διαδραματίζουν οι εισαγωγές/εξαγωγές ηλεκτρισμού.

Η χώρα μας καταλήγει να εισάγει αρκετές ώρες μεσα στο έτος ηλεκτρισμό από όμορες χώρες, επιτυγχάνοντας έτσι την εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης με το χαμηλότερο δυνατό τίμημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συχνή εισαγωγή φθηνού ηλεκτρισμού παραγόμενου από πυρηνική ενέργεια στη Βουλγαρία.

Αντίστοιχα, εξάγει συχνά και ηλεκτρισμό, όταν οι τιμές είναι συμφέρουσες για τους παραγωγούς και εμπόρους ρεύματος που (ευτυχώς) δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά και που με αυτόν τον τρόπο εμπλουτίζουν τον ανταγωνισμό.

Άρα η Ελλάδα λειτουργεί υπό ένα καθεστώς ελεύθερης αγοράς που διαθέτει «βαλβίδες εκτόνωσης» που επιτρέπουν την εκκαθάριση της περιφερειακής αγοράς και που ενίοτε ανεβάζουν αλλά πολύ συχνότερα μειώνουν τις τιμές ενέργειας που όλοι εμείς ως καταναλωτές πληρώνουμε.

Πως λειτουργεί το χρηματιστήριο ενέργειας; 

Το Χρηματιστήριο Ενέργειας είναι ένα «ασφαλές» περιβάλλον για την τέλεση αγοραπωλησιών ενέργειας (ρεύματος, φυσικού αερίου). Κάθε συμμετέχων σε ένα χρηματιστήριο περνά από εξονυχιστικό έλεγχο και διαθέτει πάντα σε ισχύ συγκεκριμένες εγγυήσεις για την προστασία έναντι πιστωτικών κινδύνων. Άρα το Χρηματιστήριο Ενέργειας συμβάλλει στη διαφάνεια της αγοράς και στην ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού.

Αυτό όμως που πιστεύω απασχολεί περισσότερο τους αναγνώστες σας είναι το πώς λειτουργεί το μοντέλο της αγοράς – ήδη από το 2005 στην Ελλάδα και από πολύ νωρίτερα στην Δ.Ευρώπη – που ορίζει τον τρόπο εκκαθάρισης της αγοράς και συνεπώς τη διαμόρφωση των τιμών.

Αποφεύγοντας τεχνικές λεπτομέρειες, αρκούμαι να εξηγήσω το εξής: κάθε μέρα ο Εκκαθαριστής συγκεντρώνει προσφορές από τους παραγωγούς ηλεκτρισμού, σύμφωνα με τη διαθεσιμότητά τους και το επιμέρους λειτουργικό τους κόστος. Με βάση τις ωριαίες ανάγκες του Συστήματος, γίνονται δεκτές οι ανταγωνιστικότερες προσφορές που απαιτούνται ώστε να καλυφθεί επιτυχώς η εκάστοτε ζήτηση. Συνεπώς, η ωριαία τιμή εκκαθάρισης, δηλαδή η τιμή που αποζημιώνει επαρκώς τους παραγωγούς εκείνους που απαιτούνται για την κάλυψη της ζήτησης, είναι εξ’ ορισμού αυτή που αντιστοιχεί στην υψηλότερη προσφορά που γίνεται δεκτή από τον Εκκαθαριστή.

Γιατί ενώ οι ΑΠΕ στην Ελλάδα, με αύξηση του ποσοστού χρήσης ενέργειας απο ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, αυξάνονται, η τιμή του ρεύματος δεν μειώνεται;

Σε συνέχεια της παραπάνω απάντησης, αν σε κάποια ώρα της ημέρας οι ΑΠΕ δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών του Συστήματος, τότε επιστρατεύονται και άλλες πηγές παραγωγής ρεύματος, κυρίως οι υπόλοιπες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες που καίνε φυσικό αέριο. Η μεγάλη πρόκληση όμως είναι το γεγονός πως ένας θερμικός σταθμός δεν μπορεί να κλείνει και να ανοίγει σε διάστημα μίας ώρας, ούτε μπορεί να λειτουργεί σε μικρό ποσοστό της εγκατεστημένης του ισχύος. Άρα σε ένα περιβάλλον αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ, απαιτείται ένας άμεσος μηχανισμός εξισορρόπησης του Συστήματος, όπως οι διασυνοριακές εισαγωγές/εξαγωγές. Διαφορετικά ενεργοποιούνται άλλες διέξοδοι όπως είναι η εκτόξευση των τιμών, ώστε να καλύπτεται το υπερβολικό λειτουργικό κόστος αυξομείωσης της λειτουργίας των θερμικών μονάδων, ή η στοχευμένη περικοπή παραγωγής των ΑΠΕ.

Ποια είναι σήμερα το μείγμα πόρων που καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδας, σε ΑΠΕ, φυσικό αέριο και λιγνίτη ή εισαγωγές;

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, τον μήνα Μάιο το Σύστημα εισήγαγε 310 GWh, ενώ εξήγαγε 488 GWh που παρήγαγε. Δηλαδή 8,5% της εθνικής ζήτησης καλύφθηκε μέσω εισαγωγών.

Όσον αφορά το μείγμα πόρων της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας τον ίδιο μήνα, περίπου το 50% αντιστοιχεί σε ΑΠΕ, 41% σε φυσικό αέριο, 7% σε υδροηλεκτρικά και μόλις 2% σε λιγνίτη.

Πολιτικές δυνάμεις ζητούν αλλά και στα ΜΚΔ διαβάζω μια συζήτηση για επιστροφή στο λιγνίτη; Γιατί όχι; Θα ήταν φθηνότερο το ρεύμα δεδομένου ότι έχουμε στη χώρα αποθέματα λιγνίτη για εξόρυξη; 

Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου μία «πολύ-παραγοντική εξίσωση», που απαιτεί ενδελεχή τεκμηρίωση και που στην πραγματικότητα δεν έχει σωστή ή λάθος απάντηση. Παραθέτω μερικές παραμέτρους που οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν:

Το γεγονός πως απαντάω σε αυτό το ερώτημα κατά τη διάρκεια ενός έτους πρωτόγνωρης λειψυδρίας, ξηρασίας και υψηλών θερμοκρασιών για τη χώρα μας, επιβάλλει το να ξεκινήσω την απάντησή μου επισημαίνοντας την καταστροφική επίδραση του λιγνίτη στο περιβάλλον σε σχέση ακόμη και με άλλα ορυκτά καύσιμα, όπως το φυσικό αέριο.

Από πλευράς ανταγωνιστικότητας, ο λιγνίτης είναι ένα φτωχό ενεργειακά καύσιμο, που επιβαρύνεται με σημαντικούς ρύπους που όχι μόνο επιμολύνουν την ατμόσφαιρα αλλά πλήττουν συνάμα και την εμπορική του ανταγωνιστικότητα, ειδικά πλέον που ο κύριος «ανταγωνιστής του», δηλαδή το φυσικό αέριο, έχει επιστρέψει σε σχετικά φυσιολογικά επίπεδα τιμών.

Όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού, τότε ναι σίγουρα ο λιγνίτης είναι το μόνο ενδογενές καύσιμο που μας επιτρέπει να έχουμε το δικό μας «εθνικό φορτίο βάσης». Όμως, ως γνωστόν, η ασφάλεια εφοδιασμού στα μάτια ενός επενδυτή αποτελεί μία ακριβή επένδυση αμφιβόλου απόδοσης, ενώ στα μάτια του Κράτους αποτελεί εθνική παρακαταθήκη.

Συνεπώς, δεν υπάρχει σωστή ή λάθος απάντηση στο ερώτημα ποια από τις παραπάνω παραμέτρους είναι πιο σημαντική. Υπάρχει όμως η απόφαση για τις προτεραιότητές μας που οφείλουμε να λάβουμε ως Κοινωνία και Πολιτεία.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Πολιτική”, 27-7-2024)