Η Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κα. Άννα Ευθυμίου συμμετείχε στο Digital World Summit
Παίρνοντας τον λόγο, η Υφυπουργός τόνισε ότι η τεχνητή νοημοσύνη δημιουργεί προκλήσεις για το παραδοσιακό μοντέλο της αγοράς εργασίας, το οποίο πλέον φαίνεται ότι ανατρέπεται, από τη στιγμή που η εκμάθηση μίας μόνο δεξιότητας, πολύ πιθανόν, δε θα έχει τη δυνατότητα για αρκετούς εργαζόμενους να εξασφαλίσει εργασία ως τη συνταξιοδότηση, όπως προκύπτει και από σχετικές έρευνες.
Το Υπουργείο Εργασίας, για να ενισχύσει την αγορά εργασίας μέσω της τεχνητής νοημοσύνης, δίνει έμφαση σε δύο πρωτοβουλίες. Η πρώτη αφορά την χαρτογράφηση των αναγκών της αγοράς εργασίας τόσο σε πραγματικό χρόνο όσο και στο προσεχές μέλλον, δηλαδή τις ανάγκες για νέες ειδικότητες και δεξιότητες που αναδεικνύει και θα αναδεικνύει η εκτεταμένη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην αγορά εργασίας. Η δεύτερη πρωτοβουλία είναι ότι επικεντρωνόμαστε στη βελτίωση των δεξιοτήτων και στη γενικότερη αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού, διασφαλίζοντας ότι οι εργαζόμενοι έχουν όλα τα εφόδια για να ευδοκιμήσουν σ’ αυτό το νέο περιβάλλον. Τα τελευταία χρόνια είναι σε εξέλιξη ένα μαζικό οριζόντιο πρόγραμμα reskilling και upskilling, με έμβαση στις ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες, το οποίο εκπονεί με εξαιρετικό τρόπο η ΔΥΠΑ. Χρησιμοποιούμε, δηλαδή, την τεχνητή νοημοσύνη, για να κάνουμε τη διάγνωση των αναγκών του καταρτισμένου και να τον οδηγήσουμε σε αλλαγές και δεξιότητες, ώστε να ανταπεξέλθουν και να ανταποκριθούν σε αυτές τις νέες ανάγκες.
Βέβαια, στην ίδια κατεύθυνση, το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι επιχειρήσεις, επενδύοντας στην κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού τους με βάση τις νέες δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης. Ομοίως, και οι εργαζόμενοι να εντοπίσουν ποιες είναι οι δεξιότητες και οι τεχνικές που χρειάζεται να διαθέτουν, αξιοποιώντας τις προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης, για να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη αναμένεται να έχει αντίκτυπο τόσο στις ευκαιρίες απασχόλησης μέσα από τη χρήση της για τον εντοπισμό κενών δεξιοτήτων όσο και στην πρόβλεψη των αντίστοιχων που έχει ανάγκη η αγορά εργασίας. Ταυτόχρονα ωστόσο, εγείρει, σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τον αντίχτυπό της σε κάποια επαγγέλματα, την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και τη διατήρηση των ανθρώπινων αξιών σε έναν όλο και πιο αυτοματοποιημένο κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο ο κανονισμός AI ACT της ΕΕ, το πρώτο παγκοσμίως κανονιστικό πλαίσιο για την Τεχνητή Νοημοσύνη, επιζητά να εξισορροπήσει ευρωπαϊκές αξίες, όπως η ιδιωτικότητα και η ελευθερία, συνδυαστικά με την ανάγκη για οικονομική ανάπτυξη και υποστήριξη των εταιρειών που αναπτύσσονται αλματωδώς στην Ευρώπη.
Κλείνοντας, η Υφυπουργός τόνισε ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη προαναγγέλλει έναν κόσμο όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με τρεις κυρίως τρόπους: ο πρώτος από τον άνθρωπο, ο δεύτερος από τη μηχανή και ο τρίτος από τη συνεργασία ανθρώπου και μηχανής.
«Είναι σημαντικό να δοθεί προτεραιότητα στη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την ηθική κατά την ανάπτυξη συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης. Το μέλλον της εργασίας δεν είναι μια δυαδική επιλογή μεταξύ ανθρώπων και τεχνητής νοημοσύνης. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας συμβιωτικής σχέσης, όπου το καθένα από τα δυο μέρη ενισχύει τα δυνατά σημεία του άλλου. Σε κάθε περίπτωση, η ανθρωποκεντρική προσέγγιση είναι χρήσιμο να παραμείνει το κλειδί για την αγορά εργασίας.Απαιτούνται αντανακλαστικά, παιδεία, κριτική σκέψη και ενσυναίσθηση. Ό,τι μας ξεχωρίζει δηλαδή από την τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν είναι να καλλιεργήσουμε τη φυσική νοημοσύνη».