Σκοπιανό: το κέντρο βάρος του ενδιαφέροντος σε λάθος σημείο

από Γαλαμάτης Δημήτρης
sms

Το σκοπιανό δεν είναι ένα πολιτικό πρόβλημα της σειράς. Δεν αποτελεί ένα στερεότυπο ζήτημα, που η πολιτική τάξη καλείται να επιλύσει με βάση την ιδεολογία, τις προτάσεις ή το σχεδιασμό που ο κάθε εκπρόσωπός της κουβαλά. Είναι ένα εθνικό ζήτημα, με μεγάλο ιστορικό βάθος και πολλές παραμέτρους. Η επιθυμία της γειτονικής χώρα για ένταξή της στο ΝΑΤΟ, που έχει ως προαπαιτούμενο τη συμφωνία της Ελλάδας, έφερε το σκοπιανό ζήτημα στη πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και του ενδιαφέροντος, τόσο των πολιτικών σχηματισμών, όσο και των ίδιων των πολιτών. Η κυβέρνηση δεν φρόντισε να χρησιμοποιήσει την εξέλιξη αυτή για να ασκήσει τη διπλωματική της αποστολή και να υπερασπίσει τα εθνικά συμφέροντα στο τραπέζι των συζητήσεων, αλλά τη θυσίασε στο βωμό εξυπηρέτησης εσωτερικών, μικροκομματικών της σχεδιασμών. Επιχείρησε να δημιουργήσει, τόσο ρήγματα στη ΝΔ , όσο και προϋποθέσεις αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, κάτι που ξεκάθαρα δήλωσε κι ο πρόεδρος της Βουλής. Επέλεξε, μέσω μεθοδευμένων διαρροών, να εμφανίσει περιπτώσεις λύσεων, που εκ των προτέρων ήξερε ότι ήταν ανεφάρμοστες, όπως για παράδειγμα ο αναγκαίος όρος για την όποια λύση, από την εποχή του Βουκουρεστίου ακόμη, της συνταγματικής αναθεώρησης, κάτι που ήξερε εξ αρχής ότι ήταν αδύνατον να συμβεί, λόγω των πολιτικών συσχετισμών στο εκεί κοινοβούλιο. Αυτή η «σκοτεινή» και αναξιόπιστη κυβερνητική τακτική χωρίς αμφιβολία αποτέλεσε εν τέλει κι ένα βασικό υπόστρωμα για την ενθάρρυνση και αποδοχή των συλλαλητηρίων.

Και κάπως έτσι το κέντρο βάρους της συζήτησης και του ενδιαφέροντος δεν άγγιξε τελικά την ουσία του προβλήματος, αλλά μετατοπίστηκε στην αξία, τη σημασία και την αποτελεσματικότητα μιας λαϊκής κινητοποίησης, ενός συλλαλητηρίου. Φτάσαμε στο σημείο να μοιράζονται πιστοποιητικά πατριωτισμού, με βάση το ποιος πήγε και ποιος όχι στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, ενώ ο πυρήνας των διαφωνιών με τη FYROM και των προτεινόμενων εναλλακτικών επίλυσής τους σκεπάστηκε από τις κραυγές και τα αναθέματα του πλήθους. Η συμμετοχή του κόσμου ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη, ικανή ακόμη και να παράξει πολιτικά αποτελέσματα. Συνέβη όμως κάτι τέτοιο;

Η κυβέρνηση δεν άλλαξε μέχρι και σήμερα την αρχική της θέση, την όποια μάλλον κατέθεσε και στις συζητήσεις στο Νταβός, ενώ η ΝΔ έδειξε πως, αφού ταλαντεύτηκε, τελικά κατέληξε σε μία θέση που δεν είχε αρχικά επιλέξει, αλλά την μορφοποίησε και τη δημοσιοποίησε μετά – και μάλλον επηρεαζόμενη – από το συλλαλητήριο αυτό. Κι έτσι, αντί να ξεδιπλώσει τις προτάσεις και τη στρατηγική της στη θέση που τελικά κατέληξε στο σκοπιανό, για πλήρη απαλοιφή του όρου «Μακεδονία», έμεινε να επιχειρηματολογεί και να τοποθετείται για το ρόλο των συλλαλητηρίων στο δημόσιο βίο, για τους βαθμούς ελευθερίας των στελεχών της, σε σχέση με το αν πρέπει να συμμετέχουν σε ανάλογες εκδηλώσεις και άλλα τινά, εντελώς ξένα και άσκοπα με τη φύση και τα χαρακτηριστικά του προβλήματος. Κι όχι μόνο αυτό. Είδαμε υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη να δηλώνουν δημόσια πως οι βουλευτές «είναι ελεύθεροι»(!!) να συμμετάσχουν στο συλλαλητήριο της Αθήνας, λες και δεν είναι βουλευτές κόμματος -και μάλιστα φιλελεύθερου- κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ώστε από κάπου να καθορίζεται η ελευθερία της δράσης τους ή να διατυπώνουν τη θέση πως «αν τα συλλαλητήρια αξιοποιηθούν σωστά, μπορεί να αποτελέσουν ένα επιπλέον διαπραγματευτικό χαρτί στην σκακιέρα της εξωτερικής πολιτικής». Αυτό δε το τελευταίο, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για τη ΝΔ, τόσο στην πορεία προς τις εκλογές, όσο και στην περίοδο διακυβέρνησης του τόπου, που είναι βέβαιο ότι θα αναλάβει μετά από αυτές.

Πιο ανησυχητικό όμως είναι το γεγονός ότι η ΝΔ δείχνει να αλλάζει θέση για ένα μείζον εθνικό θέμα στη μέση του δρόμου, κυρίως λόγω του μεγέθους ενός συλλαλητηρίου, κάτι που πιθανόν να υποδηλώνει δύο πράγματα:

ότι αφενός δεν έχει επεξεργασμένες θέσεις, ώστε να τις στηρίξει με αποφασιστικότητα και αφετέρου ότι μάλλον διαβάζει λάθος το κοινωνικό περιβάλλον. Το πρώτο ασφαλώς και δεν συμβαίνει, καθώς η ΝΔ δεν είναι ένα νεοσύστατο κόμμα, που τώρα παράγει πολιτικές θέσεις, αλλά μια παράταξη με υπερδεκαετή παρουσία στα δημόσια πράγματα, που έχει από χρόνια κατασταλαγμένες θέσεις, ιδίως δε για τα εθνικά θέματα. Το δε δεύτερο είναι πιθανό να συμβαίνει και ασφαλώς θα πρέπει να την απασχολήσει, γιατί διαφορετικά – και με αφορμή το συλλαλητήριο- η παραπάνω θέση «περί αξιοποίησής του ως διαπραγματευτικού χαρτιού», που έτσι κι αλλιώς είναι εντελώς ξένη με την πολιτική της θεώρηση, την καθιστά ευάλωτη σε κάθε είδους κοινές, κεντρικές, λαϊκές διεκδικήσεις στο μέλλον, ενώ δίνουν την ευκαιρία στον πρωθυπουργό, που άλλωστε έχει αποδείξει ότι λειτουργεί με κυνικό, πολιτικό τυχοδιωκτισμό, να τη στριμώξει στη γωνία στο προσεχές διάστημα, θέτοντας για παράδειγμα σε δημοψήφισμα αυτό ή κάποιο άλλο μείζον ζήτημα.

Εν κατακλείδι η μέχρι σήμερα συμπεριφορά των “μεγάλων” του πολιτικού σκηνικού, σε αυτό το μείζονος σημασίας εθνικό θέμα, εντείνει την ανησυχία, ενώ τα δύο παραπάνω συμπεράσματα που προέκυψαν από τη στάση της ΝΔ στο Σκοπιανό την αδικούν, γιατί δεν περιγράφουν την αληθινή διαχρονική της εικόνα, ούτε ανταποκρίνονται στο πραγματικό ιστορικό, πολιτικό της υπόβαθρο.