Πρόταση ΤτΕ για μείωση πλεονασμάτων στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2021 – Παραμένει βιώσιμο το χρέος

από Team MyPortal.gr
sms

Σενάριο μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2021 και μετά ξεδιπλώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Ο λόγος για ένα από τα 3 σενάρια που περιλαμβάνονται στην Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους στην οποία προχώρησε η ΤτΕ.
Αποδεικνύουν ότι μία μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν επηρεάζει ούτε την αποκλιμάκωση του χρέους ούτε το ύψος των αναγκών εξυπηρέτησής του. Μάλιστα, στην ίδια μελέτη αποδεικνύεται ότι οι στόχοι οι οποίοι τέθηκαν το 2018 από τους δανειστές κατά την τότε απόφαση (σ.σ. που προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2023 και σταδιακή αποκλιμάκωση τους προς το 2,2% στη συνέχεια με ενδιάμεσους στόχους το 3% του ΑΕΠ το 2013 και το 2,5% του ΑΕΠ το 2014) έχουν ανατραπεί από την πραγματικότητα. Δηλαδή δείχνει ότι πλέον η χώρα μπορεί να μειώσει πολύ πιο γρήγορα το χρέος της ανεξάρτητα από το ύψος των πλεονασμάτων.
Σημειώνεται πάντως ότι η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς ώστε να μειωθεί το όριο για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ από το 2021 και μετά.

Αναλυτικά, στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα προβλέποντας ρυθμό ανάπτυξης 2,4% – 2,5% την προσεχή 2ετία (έναντι 2,8% κυβερνητικής εκτίμησης), περιλαμβάνεται ειδικό κεφάλαιο αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Η ΤτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “στην περίπτωση που οι παρατηρούμενοι ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης από τις αγορές στοιχειοθετούν μια μόνιμη διόρθωση έναντι των παραδοχών του Ιουνίου 2018, μια μείωση του δημοσιονομικού στόχου ήδη από το 2021 δεν εγκυμονεί κινδύνους για τη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς συνεπάγεται οριακή μόνο επιβάρυνση στην εξέλιξη τόσο του χρέους όσο και των χρηματοδοτικών αναγκών. Επιπλέον, εκτός από τη βραχυπρόθεσμη τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η αξιοποίηση του πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου για την αναδιάταξη του δημοσιονομικού μίγματος υπέρ των παραγωγικών δαπανών και της μείωσης του φορολογικού βάρους θα μπορούσε να επιφέρει και μακροπρόθεσμα οφέλη στο δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας”.
Η συμφωνία του 2018
Η ΤτΕ θυμίζει ότι η συμφωνία για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που συνόδευσε την επιτυχή ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης του προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) τον Ιούνιο του 2018, βασίστηκε σε μια ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.

Η ανάλυση αυτή τεκμηρίωνε την επάρκεια των συμφωνημένων μέτρων για τη συγκράτηση των ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών εντός του ορίου βιωσιμότητας 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα και για την αποκλιμάκωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ.
Μεταξύ των παραδοχών του βασικού σεναρίου περιλαμβανόταν η τήρηση του συμφωνημένου δημοσιονομικού στόχου για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ ετησίως μέχρι και το 2022. Επιπλέον, το επιτόκιο αναχρηματοδότησης από τις αγορές θεωρήθηκε ότι θα εκκινούσε από 4,1% το 2019, θα αυξανόταν βαθμιαία σε 5,4% το 2030 και θα σταθεροποιούνταν κοντά στο 5,1% μετά το 2040.
Πολύ συντηρητικές

Η ΤτΕ εκτιμά ότι “οι παραπάνω παραδοχές αναφορικά με το κόστος χρηματοδότησης από τις αγορές έχουν μέχρι στιγμής αποδειχθεί ιδιαίτερα συντηρητικές. Στη διάρκεια του 2019 το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε 9 δισεκ. ευρώ από εκδόσεις ομολόγων πενταετούς, επταετούς και δεκαετούς διάρκειας, με επιτόκιο σημαντικά χαμηλότερο από το 4,1% που υπέθετε το βασικό σενάριο του Ιουνίου 2018. Είναι ενδεικτικό ότι το επιτόκιο των εκδόσεων του δεκαετούς ομολόγου μειώθηκε από 3,875% το Μάρτιο σε 1,50% τον Οκτώβριο. Στην περίπτωση που η παρέκκλιση από τις παραδοχές του Ιουνίου 2018 στοιχειοθετεί μια μόνιμη διόρθωση, η βιωσιμότητα του χρέους εκτιμάται ότι βελτιώνεται σημαντικά, όπως άλλωστε αναγνωρίζεται και στην Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας του Νοεμβρίου 2019”.
Τα 3 σενάρια

Έτσι, καταστρώνει μία σειρά από σενάρια.
1. Το σενάριο 1 διατηρεί τις παραδοχές του Ιουνίου 2018 για το επιτόκιο αναχρηματοδότησης, σε συνδυασμό με την πλήρη εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και τις επικαιροποιημένες δημοσιονομικές και μακροοικονομικές παραδοχές της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ΤτΕ εξηγεί ότι η σημαντικότερη διαφοροποίηση ως προς το βασικό σενάριο των ευρωπαϊκών θεσμών του Ιουνίου 2018 αφορά το μακροπρόθεσμο ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ, ο οποίος είναι υψηλότερος κατά 0,25%. Το επιτόκιο αναχρηματοδότησης από τις αγορές αφορά νέες εκδόσεις μεσοσταθμικής διάρκειας περίπου πέντε ετών. Οι ταμειακές πληρωμές τόκων προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) περιλαμβάνουν τα χρεολύσια των αναβαλλόμενων τόκων, ούτως ώστε το σύνολο των δανείων του EFSF να ανέρχεται σε 130,9 δισεκ. ευρώ σύμφωνα με το υφιστάμενο χρέος κατά Μάαστριχτ.
2. Το σενάριο 2 αποτυπώνει την επίδραση μιας μόνιμης αναθεώρησης προς τα κάτω στο επιτόκιο αναχρηματοδότησης, το οποίο διαμορφώνεται σε 1,7% το 2019 και αυξάνεται βαθμιαία σε 4,25% μέχρι το 2035. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώνεται κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2060, ενώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες μειώνονται κατά περίπου 4,5% του ΑΕΠ.
3. Το σενάριο 3 ενσωματώνει στο σενάριο 2 μια μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος σε 2,2% του ΑΕΠ από το 2021, αντί της υφιστάμενης δέσμευσης για 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022. Η επίδραση της μείωσης του δημοσιονομικού στόχου εμφανίζεται οριακή και συνίσταται σε αύξηση του χρέους κατά περίπου 2% του ΑΕΠ έως το 2060 και σε αύξηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών κατά 0,3% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

capital.gr