Παρατηρήσεις στη διαδικασία για το ονοματολογικό ζήτημα της πΓΔΜ

από Σαρηγιαννίδης Μίλτος
sms

Αν υπερβούμε τις διχαστικές απόψεις που κατασκευάζουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε προδότες και πατριώτες, και οι οποίες με συνέπεια και αποτελεσματικότητα χτίζουν καριέρες κάθε είδους ή/και ανακυκλώνουν τη ματαιοδοξία κυνηγών δημοσιότητας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ίσως κατορθώσουμε να απομονώσουμε κάποια χρήσιμα στοιχεία της διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη για το ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού μας κράτους.

Πρώτον, η εξωτερική πολιτική μας βρίσκεται απέναντι σε ένα ευρύ φάσμα προκλήσεων, τις οποίες καλούμαστε να ιεραρχήσουμε και να διαχειριστούμε αποτελεσματικά. Οι συνομιλίες για το Κυπριακό, η οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο, η τουρκική ρητορική για τα νησιά, το επιχειρούμενο γκριζάρισμα και οι προκλήσεις στο Αιγαίο, η ένταση που θα φέρει το τουρκικό γεωτρύπανο στην ανατολική Μεσόγειο, η τουρκική επιρροή στα Βαλκάνια, και ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός, συνοψίζουν περιεκτικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σε βάθος χρόνου. Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένας λόγος να εμφανιστούμε ως επισπεύδοντες για ένα ζήτημα που δεν καταναλώνει σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο και πόρους, και σίγουρα δεν επείγει, ενώ υφίστανται πιο πιεστικά ζητήματα σε άλλα μέτωπα. Επιπλέον, με δεδομένο ότι δεν κατορθώσαμε να επιλύσουμε τη διαφορά μας με την πΓΔΜ σε περιόδους που μπορούσαμε να κινητοποιήσουμε περισσότερη ισχύ και επιρροή, είναι μάλλον αμφίβολο, αν η εξασθενημένη Ελλάδα των μνημονίων και της πιστωτικής στήριξης, μπορεί να το επιτύχει τώρα.

Δεύτερον, ακόμα κι αν επιτευχθεί μια ικανοποιητική λύση για το όνομα, η οριστική διευθέτηση των διαφορών μας με την πΓΔΜ περνά από τα πιο «σκληρά» ζητήματα της εθνικής ταυτότητας και της γλώσσας των γειτόνων μας, γεγονός που σημαίνει ότι οποιαδήποτε λύση περιοριστεί στο όνομα, μάς αφαιρεί διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα στο μέλλον, εφόσον η πΓΔΜ γίνει μέλος στο ΝΑΤΟ και ξεπαγώσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ. Με άλλα λόγια, οι απευθείας συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει ανάμεσα σε Αθήνα και Σκόπια είτε αφορούν στην κορυφή του παγόβουνου είτε στο παγόβουνο συνολικά. Στην πρώτη περίπτωση, μια ενδεχόμενη συμφωνία καλύπτει, ικανοποιητικά ή μη, την επιφάνεια της διαφοράς και επιθέτει ψιμύθια, μεταθέτοντας τον πυρήνα της διένεξης σε μελλοντική επίλυση. Στη δεύτερη περίπτωση, η ουσία της διαφοράς απλά δεν είναι διαχειρίσιμη, καθώς τα σημεία απόκλισης υπερέχουν συντριπτικά αυτών της σύγκλισης, και αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε ένα διπλωματικό blame game, εκθεμελιώνοντας έτσι την όποια πρόοδο έχει συντελεστεί μέσα από τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

Τρίτον, η συγκυρία εξαιτίας της κυβερνητικής αλλαγής στην πΓΔΜ δεν είναι απαραίτητα ευνοϊκή για την επίλυση του ονοματολογικού. Ο Πρόεδρος Ιβάνωφ προέρχεται από το VMRO και δεν συμμερίζεται τα ανοίγματα της κυβέρνησης Ζάεφ – άλλωστε έκανε κάθε τι δυνατό για να αποτρέψει τον σχηματισμό της, καταδικάζοντας τη χώρα σε πολύμηνη ακυβερνησία, και προκαλώντας έτσι την αμερικανική ανάμιξη. Ομοίως, η προεδρική αναπομπή του νομοσχεδίου για την καθιέρωση της αλβανικής γλώσσας ως δεύτερης επίσημης γλώσσας της χώρας την εβδομάδα που πέρασε, υποδεικνύει ότι υπάρχουν βαθιές διαχωριστικές γραμμές τόσο ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα όσο και την ίδια την κοινωνία της πΓΔΜ. Ο μοναδικός τρόπος για να επιβεβαιωθούν πολιτικές συναινέσεις είναι η προσφυγή σε δημοψήφισμα, ή η δημιουργία ισχυρής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Το δημοψήφισμα θα εξέφραζε τη δημοσκοπικά δεδομένη και συντριπτική άρνηση απέναντι στο ενδεχόμενο τροποποίησης του συνταγματικού ονόματος και θα οδηγούσε σε πολιτική κρίση και αστάθεια, ενώ παράλληλα δεν υπάρχει η προοπτική σχηματισμού ικανής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (2/3 βουλευτών) που θα αναλάμβανε την πολιτική ευθύνη για την αλλαγή του συνταγματικού ονόματος. Συνεπώς, προτεραιότητα για τη χώρα μας θα πρέπει να είναι η αποφυγή της χρέωσης της ευθύνης για μια ενδεχόμενη πολιτική ανωμαλία ή εθνοτική κρίση στην πΓΔΜ.

Τέταρτον, στη παρούσα συγκυρία διεξάγονται παράλληλα δύο διαφορετικές διπλωματικές διαδικασίες. Η διαμεσολάβηση, την ευθύνη της οποίας έχει από το 1999 ο ειδικός αντιπρόσωπος του γ.γ. του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς, και η πρόσφατη διαπραγμάτευση ανάμεσα στους υπουργούς εξωτερικών των δύο χωρών. Επειδή λοιπόν αυτό που συμβαίνει δεν συνιστά τη συνήθη διπλωματική πρακτική, καθώς διαμεσολάβηση και διαπραγμάτευση λογικά αλληλοαποκλείονται, πιθανόν συμβαίνει κάποιο από τα παρακάτω ενδεχόμενα: (α) οι δύο υπουργοί εξωτερικών επιδιώκουν να υποβαθμίσουν τη διαφορά σε διμερές επίπεδο, για να μετριάσουν τις διεθνείς πιέσεις για επίλυση, (β) επιδίδονται σε μυστική διπλωματία και υποσκάπτουν τον ρόλο του διαμεσολαβητή, γιατί θεωρούν ότι δεν μπορεί να προσφέρει κάτι άλλο, (γ) παρακάμπτουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, γιατί δεν εγκρίνουν τους διπλωμάτες τους που συμμετέχουν σε αυτή στη Νέα Υόρκη και (δ) προσδοκούν οφέλη από τα πολιτικά τους ακροατήρια, γιατί αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο και προτιμούν να πάρουν θέση για το επικείμενο blame game. Επιπλέον, οι διμερείς διαπραγματεύσεις πριν από τη συνάντηση του διαμεσολαβητή με τους πρεσβευτές των δύο χωρών στη Νέα Υόρκη, μεταμόρφωσαν τον συνήθως μετρημένο και προσεκτικό Μάθιου Νίμιτς σε μια αναπάντεχα ομιλητική περσόνα που επιδιώκει τη δημοσιότητα. Ενώ λοιπόν η διαμεσολάβηση προϋποθέτει διακριτικότητα και αμεροληψία, ο αναμφισβήτητα έμπειρος αμερικανός διπλωμάτης επιβεβαίωσε τη διαρροή για τις πέντε προτεινόμενες ονομασίες και επιπλέον έκανε μεροληπτικές δηλώσεις σχετικά με την εθνική ταυτότητα των κατοίκων της πΓΔΜ. Με άλλα λόγια, μέσα σε μια εβδομάδα, ο Μάθιου Νίμιτς διέπραξε δύο πολύ σοβαρά λάθη, ενώ ήταν άψογος στον ρόλο του από το 1999. Και προφανώς είχε επίγνωση των ενεργειών του και των ενδεχόμενων συνεπειών τους, ενώ την ίδια στιγμή το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει αντιδράσει γι’ αυτές.

Τέλος, θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως τα επιχειρήματα για τις 130 ή 140 αναγνωρίσεις της πΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία και η ελληνική διαπραγματευτική θέση στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008 δεν αποτελούν κάποιο πρόκριμα ή κεκτημένο αντίστοιχα. Η αναγνώριση κράτους είναι μια πράξη άσχετη με το όνομα που αυτό φέρει. Αφορά στην αποδοχή της ύπαρξής του ως κυρίαρχου κράτους που μπορεί να συνάψει διμερείς και πολυμερείς σχέσεις. Συνεπώς, η αναγνώριση της πΓΔΜ από 130 ή 140 άλλα κράτη με τη συνταγματική της ονομασία, δεν σημαίνει ότι αυτά τα κράτη αποδέχονται την παραχάραξη της ιστορίας ή ότι παίρνουν θέση σχετικά με τις διεκδικήσεις ή τον αλυτρωτισμό, όπως εκφράζονται από τους δημόσιους φορείς της γειτονικής μας χώρας. Επιπλέον, η ύπαρξη του όρου «Μακεδονία» στην προσωρινή ονομασία πΓΔΜ, υποδηλώνει την εκ μέρους της Ελλάδας έμμεση αποδοχή της σύνθετης ονομασίας. Σημειώνεται πάντως, ότι στην Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 συμβαλλόμενα μέρη είναι οι χώρες Α και Β, όχι η Ελλάδα και η πΓΔΜ. Αυτό το προσωρινό όνομα αναπαράγει τη διοικητική ονομασία της περιοχής, όσο η πρώην Γιουγκοσλαβία αποτελούσε ομοσπονδιακό κράτος. Ωστόσο, η επικαιροποίηση σε μια (πρώην Γιουγκο)Σλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτή από τον αλβανικό πληθυσμό και τα κόμματα, ούτε και από εκείνο το σημαντικό τμήμα του πληθυσμού που απορρίπτει τις σλαβικές ή τις βουλγαρικές ρίζες και αυτοπροσδιορίζεται ως μακεδονικό. Κοντολογίς, η μετάβαση από την πΓΔΜ σε ένα άλλο όνομα, δεν είναι αυστηρά διμερές ζήτημα, αλλά προϋποθέτει και την ανεπίσημη, τουλάχιστον για την ώρα, εξασφάλιση της συναίνεσης της Αλβανίας και της Βουλγαρίας. Τέλος, στο Βουκουρέστι δεν υπήρξε συγκεκριμένη εθνική θέση, ούτε κάποιο κεκτημένο. Υπήρξε εθνική κόκκινη γραμμή στο πλαίσιο των πολιτικών εκτιμήσεων εκείνης της χρονικής συγκυρίας, σε περίπτωση που εμπλεκόμασταν σε διαπραγματεύσεις για την εισδοχή της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, δεν χρειάστηκε να εμπλακούμε σε διαπραγματεύσεις ούτε και να υπερασπιστούμε κάποια κόκκινη γραμμή, διότι όπως φάνηκε μετά το γεύμα εργασίας την πρώτη μέρα, η άλλη πλευρά ήταν ανυποχώρητη, καθώς υπερεκτίμησε τις διπλωματικές δυνατότητές της και τις πιέσεις που θα ασκούνταν στην Ελλάδα από κράτη-μέλη της Συμμαχίας. Η δε κόκκινη γραμμή αποτελεί την τελευταία γραμμή άμυνας, το έσχατο όριο, όταν σε μια διαπραγμάτευση θίγονται ζωτικά συμφέροντα. Όχι όποτε βολεύει τον καθένα να χρησιμοποιήσει την υπέροχη ποιητική μεταφορά του Τέννυσον.