Πραγματοποιήθηκε το Πανιμβριακό Συνέδριο με θέμα το μέλλον του Ελληνισμού στην Ίμβρο και την Τένεδο. Με τον τίτλο «Ίμβρος και Τένεδος: Νόστος και Προοπτική», το συνέδριο πραγματοποιήθηκε 101 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, 30 χρόνια μετά το τελευταίο Πανιμβριακό Συνέδριο και 10 χρόνια μετά το άνοιγμα των ελληνικών σχολείων στην Ίμβρο.
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του Συλλόγου Ιμβρίων, που υλοποιείται σε συνεργασία με την Ιμβριακή Ένωση Μακεδονίας – Θράκης και τον Σύλλογο Τενεδίων «Ο ΤΕΝΝΗΣ», τη στήριξη όλων των ιμβριακών και τενεδιακών φορέων και τελεί υπό την αιγίδα της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Η προσέλευση των συνέδρων ξεκίνησε στις 9:00, ενώ οι εργασίες του στις 9:30. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος κήρυξε την έναρξή του παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Το παρών έδωσαν, μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι της Πολιτείας, της Εκκλησίας της Ελλάδος, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μέλη ιμβριακών και τενεδιακών σωματείων. Συμμετείχαν αξιόλογοι εισηγητές και μέσα από γόνιμο διάλογο συζητήθηκαν επίκαιρα και διαχρονικά θέματα που απασχολούν τους Ιμβρίους και Τενεδίους, με στόχευση κυρίως το μέλλον και, ειδικότερα, την τοπική ανάπτυξη και την ανάκαμψη των ελληνικών κοινοτήτων σε Ίμβρο και Τένεδο. Πιο συγκεκριμένα, το συνέδριο εστίασε σε τρεις κύριες θεματικές ενότητες:
Α. Ίμβρος και Τένεδος – Προβλήματα, λύσεις και προοπτικές
Β. Απασχόληση, επιχειρηματικότητα και βιώσιμη ανάπτυξη
Γ. Ο πολιτισμός και η σύγχρονη δημιουργία ως παράγοντες τοπικής ανάπτυξης.
Κεντρική ομιλία Οικουμενικού Πατριάρχη
Εμφανώς συγκινημένος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος μίλησε για τη γενέτειρά του, την Ίμβρο και την Τένεδο, τα δύο ιστορικά νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Ειδικότερα, εξέφρασε την αισιοδοξία αλλά και την αγωνία του για το μέλλον της Ίμβρου, και έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα «του νόστου, της επιστροφής, και τις προοπτικές για όσους θέλουν να παλιννοστήσουν, γι’ αυτούς που δεν έφυγαν ποτέ από εκεί και για εκείνους που ήδη εγκαταστάθηκαν, τα τελευταία χρόνια».
«Το μέλλον της Ίμβρου εξαρτάται από αυτούς που διασώζουν μέσα στην καρδιά τους αυτό το πνεύμα, ως αξιακό προικισμό, ως πολιτισμό, ως πυξίδα για το παρόν και το μέλλον. Όπου οι Ίμβριοι κράτησαν μέσα τους αυτόν τον πνευματικό πολιτισμό ζει η Ίμβρος, αφού η αλήθεια και το ήθος της είναι βιωμένη, ριζωμένη στο είναι των ανθρώπων της πραγματικότης», τόνισε.
Σε αυτό το σημείο του λόγου του, είπε και πως «η Ίμβρος ως τρόπος ζωής, ως ιεράρχηση αξιών, πρέπει να βρίσκεται βαθιά μέσα στην καρδιά μας για να ανθήσει όταν εγκατασταθούμε στο νησί μας».
Εν συνεχεία, έκανε ιστορική αναδρομή στην κοινή πορεία, αλλά και στην κοινή μοίρα των δύο νησιών έως σήμερα. «Κοινή η πορεία τους, ιδίως μετά το 1923. Κοινή η μοίρα τους από το 1964, την πιο μαύρη χρονιά στην μακρά ιστορία της Ίμβρου», όπως επισήμανε.
«’Αδειασε η Ίμβρος, αλλά και η Τένεδος. Πρόσφυγες οι κάτοικοί τους στην Ελλάδα, στην Αυστραλία, στη Δυτική Ευρώπη, στην Αμερική και στη Νότια Αφρική. Οι Ίμβριοι, χωρίς προοπτική ζωής, χωρίς πόρους, χωρίς ομογενειακή παιδεία, μέσα στον φόβο και την ανασφάλεια, εγκατέλειψαν την αγαπημένη μικρή πατρίδα και πήραν των ομματιών τους, πήραν τον δρόμο της ξενιτειάς», ανέφερε.
Ιδιαιτέρως μνημόνευσε όσους παρέμειναν «τα πέτρινα χρόνια» στην Ίμβρο και «υπέμειναν καρτερικά στερήσεις και ταπεινώσεις, ξένοι στον δικό τους τον τόπο. Χωρίς αυτούς, δεν θα υπήρχε τίποτε δικό μας σήμερα στην Ίμβρο, ούτε οι εκκλησίες μας, ούτε η πανάρχαιη ιμβριώτικη λαλιά, ούτε τα χωριά μας. Είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτούς και τους χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη», υπογράμμισε.
Ακολούθως έκανε λόγο για την επαναλειτουργία των ομογενειακών σχολείων, το 2013, «την οποία ονειρευτήκαμε και αξιωθήκαμε, χάριτι Θεού, να βιώσουμε ως θαύμα, ανεπτέρωσε τις ελπίδες μας. Ήδη συμπληρώθηκε μία δεκαετία και προχωρούμε με αυτοπεποίθηση και πολλές προσδοκίες».
Κατόπιν απαρίθμησε τους έξι κυριότερους παράγοντες, οι οποίοι θα λειτουργήσουν καθοριστικά για τις εξελίξεις στην Ίμβρο:
Α. Το τουρκικό κράτος και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Β. Η ιμβριακή Ομογένεια στην Ελλάδα και η Διασπορά.
Γ. Οι διαμένοντες στην Ίμβρο ομογενείς.
Δ. Η ιμβριακή νεολαία.
Ε. Η Μητρόπολη Ίμβρου και Τενέδου.
ΣΤ. Η ιμβριακή διανόηση και οι Ίμβριοι επιχειρηματίες.
Περαιτέρω, μίλησε για τη μελλοντική προοπτική, όταν «οι ημέτεροι που θα εγκατασταθούν στο νησί, θα πρέπει για να επιβιώσουν, να προσαρμοσθούν στα σύγχρονα οικονομικά, τεχνολογικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα. Όμως, δεν πρέπει να αλλοιωθεί ή να χαθεί το ‘πνεύμα της Ίμβρου’ στη διαδικασία προσαρμογής στις εξωτερικές απαιτήσεις», σημείωσε εμφατικά.
Τέλος, εξήρε τη συμβολή των δύο ιμβριακών σωματείων, των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, εξέφρασε ευχαριστίες για το ενδιαφέρον που επεδείχθη για την Ίμβρο και την Τένεδο, αλλά και την ευγνωμοσύνη του προς την Πρόεδρο της Δημοκρατίας «για την ευγενή στήριξή της».
Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για τον Απόδημο Ελληνισμό, Γιώργος Κώτσηρας, ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό. Σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή και φθάνοντας στο σήμερα, τόνισε πως είναι αισιόδοξο ότι πλέον υπάρχει μια σημαντική, αισθητή αναγέννηση στην Ίμβρο. Κατοικείται και πάλι από γηγενή πληθυσμό, ενώ παιδικές φωνές ακούγονται στα σχολεία της, σημείωσε. Υπογράμμισε μάλιστα, πως αυτή η αναζωογόνηση στην Ίμβρο κατέστη δυνατή με τις ακάματες προσπάθειες των ιμβριακών συλλόγων και την ευλογία του επιφανέστερου τέκνου της, του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Εξαίροντας την προσφορά του Προκαθημένου της Ορθοδοξίας, είπε πως ο ρόλος του για τη διατήρηση άσβεστης της φλόγας της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού είναι καθοριστικός.
Σε αυτό το πλαίσιο, εξέφρασε την ελπίδα ότι και η Τένεδος σύντομα, με το απαράμιλλο κάλος της, θα ακολουθήσει την ίδια πορεία.
Επίσης, χαιρετισμό απηύθυνε και η υφυπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Ζέττα Μακρή, η οποία σημείωσε πως δεν πρέπει να μείνουμε όμηροι των τραυμάτων του παρελθόντος και από αυτά τα τραύματα να αντλήσουμε διδάγματα και να προχωρήσουμε. Παράλληλα υπενθύμισε πως το 2013, ύστερα από 50 χρόνια, επαναλειτούργησε το μειονοτικό δημοτικό σχολείο στην Ίμβρο. Τότε επέστρεψαν οι πρώτες επτά ρωμαίικες οικογένειες με 14 παιδιά, ενώ σήμερα οι Ρωμιοί μόνιμοι κάτοικοι φθάνουν τους 600 και ο μαθητικός πληθυσμός αριθμεί περισσότερους από 50 μαθητές.
Από την πλευρά του, ο Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου Κύριλλος, μίλησε για την ανάγκη επιστροφής και συνέχειας της παρουσίας των Ελλήνων στα νησιά. «Όλοι μαζί να ρίξουμε λάδι στα ακοίμητα καντήλια της Ίμβρου και της Τενέδου για να μη σβήσουν ποτέ», προέτρεψε χαρακτηριστικά. Εξέφρασε ακόμη την ευγνωμοσύνη στην ελληνική πολιτεία και την ελληνική κυβέρνηση. Ειδική αναφορά έκανε στον Οικουμενικό Πατριάρχη, «στον οποίο οφείλουμε τα πάντα», όπως επισήμανε.