Οι εσφαλμένες παραδοχές για την ηγεσία Ερντογάν

από Team MyPortal.gr
sms

Ηπολιτική επιβίωση του προέδρου Ερντογάν μετά το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών, και η διαφαινόμενη ανανέωση της προεδρικής θητείας του, μας υποχρεώνει σε ορισμένες αναθεωρήσεις για τη μέθοδο ανάλυσης του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Αρκετοί στην Ευρώπη έσπευσαν να προδικάσουν την πτώση του Ερντογάν ήδη δύο χρόνια πριν.

Στην Ελλάδα, το ενδιαφέρον για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις οδηγεί αρκετούς «τουρκολόγους» σε μία προσωποκεντρική προσέγγιση της τουρκικής πολιτικής ζωής με εικασίες για την στρατηγική αυτής της χώρας παραβλέποντας την θεσμική διάσταση και τη δυναμική της πολιτικής κουλτούρας.

Για παράδειγμα, η επιθετική ρητορική του Ερντογάν κατά της Ελλάδας ερμηνεύτηκε ως εκλογική τακτική συσπείρωσης ψηφοφόρων.

Ωστόσο, πώς ερμηνεύεται η πλήρης μεταστροφή του μετά τους σεισμούς στην Τουρκία, η απάλειψη σχεδόν κάθε αναφοράς εναντίον της Αθήνας, και κυρίως η πρωτόγνωρη αποχή από κάθε επιχειρησιακή ενέργεια δια θαλάσσης ή από αέρος; Άλλη μία φορά επιχείρησε την συνεννόηση αμέσως μετά την επίθεση στην Ουκρανία.

Η μεταστροφή αυτή δεν είχε κανένα κόστος για την εκλογική επίδοση της υποψηφιότητας Ερντογάν, ούτε το ζήτημα «Ελλάδα» αποτέλεσε ένα διακύβευμα των εκλογών. Φτάσαμε στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο προεδρικών εκλογών στην Τουρκία και τις παραμονές των εκλογών στην Ελλάδα, και ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο είναι εξαιρετικά απίθανο για πρώτη φορά τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια.

Η δεύτερη παραδοχή η οποία διαψεύστηκε είναι ότι η ένταση της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες του πληθωρισμού και οι πρόσφατοι σεισμοί θα προκαλούσαν την εκλογική πτώση του Ερντογάν.

Πρόκειται για ένα μεθοδολογικό σφάλμα, γιατί λαμβάνει ως δεδομένη την εκλογική συμπεριφορά των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων. Στα τελευταία, η κομματική ταύτιση αφορά πλέον ένα μικρό ποσοστό του εκλογικού σώματος, ενώ ο πλουραλισμός της ενημέρωσης και οι ισχυροί μηχανισμοί λογοδοσίας φθείρουν ταχύτατα τις κυβερνητικές ηγεσίας.

Αντιθέτως, στην Τουρκία οι περιορισμοί του κομματικού ανταγωνισμού, οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στα μέσα ενημέρωσης και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών έχουν σαφείς συνέπειες στην εκδήλωση αμφισβήτησης κατά της κυβέρνησης.

Ακόμη, η ηγεσία Ερντογάν έχει διαπλάσει ένα είδος κομματικής ταύτισης στους υποστηρικτές του, το οποίο δεν έχει ανάλογο στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό από το 49% της τελευταίας επίδοσης έχει αναπτύξει μία ισχυρή εθνικιστική, θρησκευτική και ιδεολογική ταυτότητα, η οποία είναι εξαιρετικά συμπαγής και σταθερή.

Ο Ερντογάν δεν είναι απλώς ο φορέας της εκτελεστικής εξουσίας ο οποίος κρίνεται για την αποδοτικότητα του έργου του, αλλά ο θεματοφύλακας μιας πολύ συγκεκριμένης αντίληψης για την συγκρότηση και την αποστολή του κράτους και του έθνους της Τουρκίας.

Ο ίδιος ανταποκρίνεται με επικοινωνιακή δεινότητα στη διατήρηση των σκληροπυρηνικών υποστηρικτών του. Επικρατεί έναντι των αντιπάλων του σε μία χώρα στην οποία κυριαρχεί ο εθνικισμός και η θρησκεία εξακολουθεί να αντιστέκεται στην προσπάθεια εκκοσμίκευσης από την συγκρότηση του σύγχρονου κράτους.

Η οικονομική κρίση δεν είχε φθοροποιό αποτέλεσμα, γιατί γενιές πολιτών έχουν περάσει πολλές ανάλογες κρίσεις υπό κεμαλικές κυβερνήσεις. Αλλά, είναι ανυπέρβλητη η κλίμακα ανόδου του βιοτικού επιπέδου και των επιτευγμάτων της χώρας επί Ερντογάν. Τα κοινωνικά κινήματα που αναπτύχθηκαν για παράδειγμα ενάντια στις μεταρρυθμίσεις Μακρόν, δεν θα μπορούσαν να εκδηλωθούν επί Ερντογάν. Ο ίδιος φρόντισε να επιβεβαιώσει την μακιαβελική ρήση ότι «πρέπει να σε φοβούνται, αλλά όχι να σε μισούν» και ότι «πρέπει να δημιουργείς σχέση εξάρτησης των άλλων από τη δική σου ηγεσία».

Τέλος, η επιτυχία του Ερντογάν είναι αποτέλεσμα και της συνταγματικής προσαρμογής της εκτελεστικής εξουσίας. Η προσωποληψία και ο δεσποτισμός του Ερντογάν αποτυπώθηκαν στη συνταγματική μεταρρύθμιση με την καθιέρωση του προεδρικού συστήματος με εκτελεστικές αρμοδιότητες.

Δημιούργησαν μία εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη για τον κομματικό ανταγωνισμό, καθώς έπρεπε να βρεθεί ένας ισάξιος ανταγωνιστής του Ερντογάν για το μονοπρόσωπο προεδρικό θεσμό. Αυτό ήταν και ένα βασικό μειονέκτημα της αντιπολίτευσης, η οποία υποχρεώθηκε σε ένα συμβιβασμό με δύο δημοφιλείς αντιπροέδρους (τους δημάρχους Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας) και υποψήφιο πρόεδρο έναν εκφραστή του παλαιού καθεστώτος.

Το προεδρικό σύστημα εξασφάλισε την ηγεμονία του Ερντογάν στο κράτος και τον κομματικό ανταγωνισμό. Ωστόσο, υπάρχει μία αδυναμία.

Εάν είχε επιλέξει τον τύπο του ημι-προεδρικού συστήματος, όπως εφαρμόζεται στη Γαλλία ή στη Ρωσία για παράδειγμα, θα είχε στη διάθεσή του έναν πρωθυπουργό ο οποίος θα αναλάμβανε το κοπιώδες έργο του συντονισμού της κυβέρνησης, αλλά και της υπεράσπισης της κυβερνητικής πολιτικής στο κοινοβούλιο.

Ταυτόχρονα, θα λειτουργούσε ως μοχλός αποσυμπίεσης της αμφισβήτησης, καθώς θα επέτρεπε στον πρόεδρο να τον αλλάξει μαζί με άλλους υπουργούς και να δημιουργήσει ένα κυβερνητικό σχήμα με νέα δυναμική.

Ο Ερντογάν δεν έχει κατορθώσει ακόμη να εκθρονίσει τον Κεμάλ από το βάθρο της ιστορικής ηγεσίας, αλλά έχει αναδειχθεί ως ένας εκ των ισχυρότερων ηγετών σε υβριδικά συστήματα που συνδυάζουν δημοκρατικά στοιχεία με τον αυταρχισμό. Ο ίδιος είναι μία παλαιού τύπου δεσποτική, «ελέω Θεού» ηγεσία, και πλέον αντιμετωπίζει ως αντίπαλο μόνο την αδυσώπητη βιολογική φθορά.

Η Ευρώπη και η Ελλάδα ειδικότερα θα πρέπει να δείξουν μεγαλύτερη κατανόηση στην ιδιάζουσα πολιτική κουλτούρα και την επιρροή της πολιτειακής δομής στον κομματικό ανταγωνισμό, και να αποφεύγουν παραδοχές οι οποίες έχουν ερμηνευτική ισχύ στα δημοκρατικά κομματικά συστήματα, τις πλουραλιστικές και εκκοσμικευμένες κοινωνίες της Ευρώπης.

Από πολλές απόψεις, η Τουρκία είναι ένα κράτος και μία κοινωνία με στοιχεία του 19ου αιώνα, αλλά η προβολή ισχύος που κάνει διαθέτει την ορμή για να δημιουργήσει νέα δεδομένα στην τρέχουσα συγκυρία. Η εκεχειρία στο επιχειρησιακό πεδίο και η επανεκλογή Ερντογάν διαμορφώνουν ένα νέο πεδίο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και θα ήταν άσκοπο να διολισθήσουμε σε μία νέα φάση κρίσης, χωρίς να εξαντλήσουμε τα περιθώρια προσφυγής στη διεθνή δικαστική δικαιοδοσία για μία κοινά αποδεκτή διευθέτηση των μεταξύ μας διαφορών.

 

ΠΗΓΗ: Liberal.gr