Η συνταγματική αναθεώρηση, η οποία ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα στη Βουλή, αποτελεί ένα ιδιαίτερα θετικό βήμα, καθώς ο καταστατικός χάρτης της χώρας εκσυγχρονίζεται, πλαισιώνοντας θεσμικά την εθνική προσπάθεια για μια νέα Ελλάδα.
Τα εννέα αναθεωρηθέντα άρθρα, προϊόν της σύγκλισης και της συναίνεσης που επιτάσσει το Σύνταγμα, κινούνται ακριβώς προς αυτήν την κατεύθυνση.
Πρωταρχικής σπουδαιότητας για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος είναι η αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την διάλυση της Βουλής.
Στο νέο Σύνταγμα θα ισχύει μεν η διάταξη που απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία κατά τις πρώτες ψηφοφορίες, όμως θα καταλήγουμε στη δυνατότητα εκλογής Προέδρου ακόμη και με απλή πλειοψηφία, αφαιρώντας την προϋπόθεση διάλυσης της Βουλής και μεσολάβησης εκλογών.
Η ψύχραιμη προσέγγιση των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας μετά από δέκα χρόνια κρίσης, επιβεβαιώνει ότι η επιλογή της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόσο το 2009 όσο και το 2014 να «εκβιάσει» τη διενέργεια εκλογών με άλλοθι την αδυναμία εκλογής Προέδρου, στη μεν πρώτη περίπτωση συνέβαλε καθοριστικά στην επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, στη δε δεύτερη οδήγησε στο καταστροφικό πρώτο εξάμηνο του 2015 βυθίζοντας τη χώρα στην ύφεση.
Περαιτέρω μεγάλη συμβολική, αλλά και εθνική σημασία έχει η παροχή της δυνατότητας ψήφου στους Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό.
Θεωρώ αρνητικό το γεγονός ότι η τελική ρύθμιση δεν περιλαμβάνει τη δυνατότητα επιστολικής ψήφου, που θα διευκόλυνε τους συμπατριώτες μας να ψηφίσουν από τον τόπο διαμονής τους, χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθούν στα ενδεχομένως μακρινά γι’ αυτούς Πρεσβεία ή Προξενείο, όμως γι’ αυτό ευθύνεται η στάση κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Πάρα ταύτα, η λύση στην οποία καταλήξαμε είναι η βέλτιστη δυνατή υπό τις παρούσες συνθήκες, αφού αν δεν συγκεντρώνονταν 200 ψήφοι, θα χάναμε και πάλι μία μεγάλη ευκαιρία, παραμένοντας στο ισχύον καθεστώς.
Σημαντική επίσης για την αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος είναι η κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας για τα αδικήματα των υπουργών, τα οποία στο εξής θα έχουν τον ίδιο χρόνο παραγραφής με τα αδικήματα των υπολοίπων πολιτών.
Σε ένα δημοκρατικό και ευνομούμενο κράτος δεν μπορεί να ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά και οι πολιτικοί να μην έχουν την ίδια νομική αντιμετώπιση με τον κάθε πολίτη.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται η αναθεώρηση του άρθρου περί βουλευτικής ασυλίας, με την οποία η ασυλία στο εξής περιορίζεται αποκλειστικά σε αδικήματα που σχετίζονται με την άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων των βουλευτών, ούτως ώστε να μην υπάρχει η αίσθηση της ατιμωρησίας για τα πολιτικά πρόσωπα.
Περαιτέρω μια διάταξη που εκφράζει την πίστη της κυβέρνησης της ΝΔ στην κοινωνική φροντίδα και αποτυπώνει την υποχρέωση της Πολιτείας να στέκεται πάντα δίπλα στους πιο αδύναμους είναι η συνταγματική κατοχύρωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.
Πρόκειται για μία τομή στο Σύνταγμα και στη λειτουργία του κοινωνικού κράτους, με την οποία κατοχυρώνεται η σταθερή δέσμευση της Πολιτείας για αξιοπρεπή διαβίωση κάθε πολίτη.
Τα λοιπά αναθεωρηθέντα άρθρα αναφέρονται στη “λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία”, με την κατάθεση πρότασης νόμου στη Βουλή με την υπογραφή 500.000 πολιτών, στην εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστηρίων με τα τακτικά, στο δικαίωμα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας για σύσταση εξεταστικής επιτροπής και στη διευκόλυνση της εκλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, καθώς θα απαιτούνται στο εξής για την εκλογή τους τα 3/5 και όχι τα 4/5 των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων.
Όμως παρά το θετικό πρόσημο της αναθεώρησης, αυτή δεν είχε το επιθυμητό εύρος, καθώς πολλές αναθεωρητικές προτάσεις δεν έφθασαν στην αναθεωρητική Βουλή, αφού δεν συγκέντρωσαν την απαιτούμενη πλειοψηφία κατά την προαναθεωρητική διαδικασία.
Η προηγούμενη Βουλή, που ήταν η προτείνουσα, περιόρισε σοβαρά το πεδίο των αναθεωρητέων άρθρων, κυρίως λόγω των ιδεοληψιών της τότε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Έτσι έμειναν εκτός της αναθεωρητικής διαδικασίας σημαντικές προτάσεις, όπως μεταξύ άλλων, η ενίσχυση της προστασίας του περιβάλλοντος, η συνταγματοποίηση δημοσιονομικών κανόνων, η βελτίωση του νομοθετικού έργου μέσα από τον εγκυρότερο έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, οι κανόνες αξιοκρατίας στο Δημόσιο, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και η αποσύνδεση της επιλογής των ανωτάτων δικαστικών από την κυβέρνηση.
Αναμφίβολα όμως η κορυφαία συνταγματική μεταρρύθμιση που ματαιώθηκε ήταν το σπάσιμο του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση με την αναθεώρηση του άρθρου 16.
Η οπισθοδρομική και ιδεοληπτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ συντηρεί τις διατάξεις που κρατούν αιχμάλωτη τη δύναμη της Παιδείας και στερεί για τουλάχιστον ακόμη μία δεκαετία από την Ελλάδα τη δυνατότητα να καταστεί ένα διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο.
Το παράδειγμα της Κύπρου, η οποία με τα μη κρατικά Πανεπιστήμια προσέλκυσε αμέσως 15.000 αλλοδαπούς φοιτητές από 50 διαφορετικές χώρες και κερδίζει 1,5 δις ευρώ ετησίως, προφανώς δεν έγινε αντιληπτό από τους εκπροσώπους της “πεφωτισμένης αριστεράς”.
Η Ελλάδα με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων θα μπορούσε να εισάγει αντί να εξάγει φοιτητές, όπως συμβαίνει σήμερα που 37.000 Έλληνες φοιτούν σε ξένα πανεπιστήμια, ενώ θα σταματούσε και το brain drain των Ελλήνων καθηγητών, καθώς σήμερα σχεδόν το 50% των Ελλήνων πανεπιστημιακών εργάζεται στο εξωτερικό.
Παράλληλα θα μπορούσε να ενισχυθεί, σύμφωνα με σχετική μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, κατά δύο δις ευρώ ετησίως το ελληνικό ΑΕΠ και να δημιουργηθούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, ενώ θα υπήρχε υγιής ανταγωνισμός με τα δημόσια πανεπιστήμια, ενισχύοντας το σημερινό επίπεδο εκπαίδευσης και έρευνας.
Όμως μία πιο τολμηρή και εις βάθος αναθεώρηση απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία, δηλαδή ευρύτερη συναίνεση, που με τους υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς δεν κατέστη εφικτή.
Πάρα ταύτα με την αναθεώρηση του Συντάγματος κάναμε ένα πολύ θετικό βήμα, το οποίο μελλοντικά υπό διαφορετικούς κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, μπορεί να γίνει άλμα.