Η Μήδεια της Μαλβίνας

από Team MyPortal.gr
sms

Της Ειρήνης Π. Περπερίδου

 

«Εμπρός στα καινούργια αισθήματα χλωμαίνουν τα παληά»

«Μήδεια», Ευρυπίδης, μετάφραση Γιώργος Χειμωνάς

 

Εικοσιένα χρόνια, χωρίς την ιέρεια. Εικοσιένα χρόνια χωρίς τον παθιασμένο λόγο της. Μαλβίνα απευθύνομαι σε εσένα στο α’ πρόσωπο ενικού, είναι σαν να σε ξέρω, είσαι οικείο πρόσωπο. Σε συναισθάνομαι, ίσως βέβαια αυτό να αποτελεί ακόμη μια προσωπική μου φαντασίωση.

Έβλεπα σήμερα το πρωί ένα απόσπασμα από μια συνέντευξή σου με τον Φερεντίνο, δεν ξέρω που και πότε, αλλά ξέρω το γιατί. Ή καλύτερα το μαντεύω! Μιλούσες για τους παρελθοντικούς έρωτες που τους έβαλες σε ένα σεντούκι, αναφερόμενη σε μια από τις  αδυναμίες σου, τον Χειμωνά. Εκτιμούσες τη διανόησή του και τα έργα του, εξού και η αναφορά στην μετάφραση του ιδίου του κλασικού και εμβληματικού έργου της αρχαίας γραμματολογίας «Μήδεια» του Ευριπίδη.

Ποιο είναι άραγε το κοινό στοιχείο που ενώνει ακόμη και σήμερα τις γυναίκες μεταξύ τους; Παρά τα χρόνια, οι γυναίκες έχουν μια απόκρυφη κοινή πορεία. Οι ζωές τους έχουν μπόλικη εναλλαγή βιωμάτων και εμπειριών. Ζουν ανάμεικτα συναισθήματα- ίσως να ζουν και στο περιθώριο-, βιώνουν την χαρά, τον ενθουσιασμό, την αγάπη –πια την αγάπη για την εαυτή τους-, αλλά και την θλίψη, την απογοήτευση, την ματαίωση, την προδοσία. Κοινώς, βιώνουν όλες αυτές τις καταστάσεις  από τις οποίες περνούσαν οι ηρωίδες των τραγωδιών. Άλλωστε, οι αρχαίοι τραγικοί είχαν νωρίς κατανοήσει ό,τι «η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή». Ακριβώς, γι’αυτό το λόγο αν και η Μαλβίνα με επίκεντρο την ίδια και τις υπόλοιπες γυναίκες μίλησε ανακλαστικά και για τους άνδρες, τα νοήματά της αναγόμενα στο σήμερα, όπου η δυαδικότητα παίρνει άλλη μορφή μπορούν να επικαιροποιηθούν και να μένει η ουσία των λεγομένων της.

Ο Χειμωνάς στο προλογικό κείμενο της «Μήδειας» επισημαίνει «οι πρώτες ύλες του τραγικού: ύλες, γιατί η τραγωδία μου δίνει την αίσθηση ενός στέρεου, καθαρού σώματος· στην πραγματικότητα, πρόκειται για βασικές, στοιχειώδεις λειτουργίες της ζωής αυτού του σώματος»,  πιο απλά η τραγωδία αποτελεί το όχημα για την ανακάλυψη της ανθρώπινης ένσαρκης, αλλά συνάμα και πνευματικής διάστασης. Η Μαλβίνα στην συνέντευξής δανείζεται κάποια στιγμή έναν χαρακτηριστικό –για την ίδια στίχο- από την μετάφραση του Χειμωνά , μεταπλάθοντας το στην ακόμη πιο έγκυρη μορφή «ό,τι δεν είναι τώρα δεν ήταν ποτέ», υπενθυμίζοντας με μια δράση από μια υπεραγαπημένη μου ταινία «In the Mood for Love» του Fa Yeung Nin Wah «το παρελθόν ήταν κάτι που μπορεί να δει, αλλά όχι να το αγγίξει», διαφοροποιημένη από τη θέση του Χειμωνά, ο οποίος υποστηρίζει ό,τι η ερωτική μνήμη αποτελεί τον μόνον πραγματικό χρόνο, όπου ζει ο έρωτας.

Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα, κατά κύριο λόγο, στα ψήγματα του παρελθόντος, διαφυλάσσουμε όλα αυτά που μας συντάραξαν είτε θετικά είτε αρνητικά από την δική μας υποκειμενική ματιά, φωτίζουμε τα δικά μας σημαντικά γεγονότα, την δική μας αφήγηση. Τώρα εάν αυτή η εξιστόρηση συναντά κάπου- κάπου και την αντικειμενικότητα, αυτό αποτελεί μια άλλη συζήτηση. Χρειαζόμαστε τη μεταποίηση των εμπειριών για να απαλύνουμε την σφοδρότητα, για να μπορούμε να αντέξουμε τον πόνο και άρα να επιβιώσουμε. Σίγουρα, όμως το πεπερασμένο δεν μπορεί να καθορίσει το ασχημάτιστο.

Η Μαλβίνα μιλούσε συχνά για έναν εγωικό έρωτα, έναν έρωτα κτητικό και παράφορο, όπου το έτερο πρόσωπο μετατρέπεται σε μέσο εκπλήρωσης της προσωπικής μας φαντασίωσης για το σχήμα του έρωτα, κοινώς μια ναρκισσιστική- αυτοαναφορική επαφή. Ο παιδαγωγός στη «Μήδεια» λέει σε κάποιο σημείο του έργου: «αυτοί οι άνθρωποι ·από δω και πέρα να το ξέρεις: ο καθένας τον εαυτό του αγαπά παρά τους διπλανούς του…». Ο Χειμωνάς σημειώνει στην εισήγηση της «Μήδειας» «η καταγωγή του έρωτα είναι βάρβαρη»,  μας ξεγυμνώνει συχνά από τα ευγενικές προθέσεις και την καλλιεργημένη μας εκδοχή, καθώς επιστρέφουμε εκεί όπου ξεκινήσαμε στη γνήσια ζωώδη μας εκδοχή.

Σήμερα, ίσως αυτή η εξουσιαστική ανάγνωση του έρωτα να αποτελεί ένα κακοφορμισμένο αφήγημα, ασχέτως του αν ακόμη λαμβάνει χώρα. Η παθολογία του έρωτα δεν θα πρέπει να κανονικοποιηθεί, η ανάγκη του ανήκειν μπορεί να προκύψει αρχικά από μια υγιή αναγνώριση του ανήκειν εις την/τον εαυτή/εαυτό μας, ώστε όντας όσο το δυνατόν περισσότεροι ολοκληρωμένες ως μονάδες να συναντήσουμε τον έτερο άνθρωπο σε ένα σημείο υγιούς επαφής και συνύπαρξης.