Η μετασεισμική Τουρκία και οι σχέσεις της με Ελλάδα – Ε.Ε. – Η.Π.Α.

από Μπαξεβάνης Χρήστος
sms

Χρήστος Μπαξεβάνης, Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ – Διεθνολόγος MA (UK) – PostDoc (UOM)

 

Η Τουρκία βιώνει τη μεγαλύτερη καταστροφή στη σύγχρονη ιστορία της. Ο καταστροφικός σεισμός ξύπνησε μνήμες του 1999, όταν η «διπλωματία των σεισμών» είχε φέρει κοντά τους λαούς αλλά και τις ηγεσίες. Το ερώτημα που έχει ανακύψει εδώ και καιρό είναι αν μπορεί αυτός ο φονικός σεισμός να αλλάξει τα μέχρι σήμερα δεδομένα και να δημιουργήσει συνθήκες επαναπροσέγγισης των δύο γειτονικών χωρών, αναθερμαίνοντας ταυτόχρονα και τις μέχρι σήμερα δύσκολες σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαικη Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Βραχυπρόθεσμα είναι σίγουρο πως οι προκλητικές ενέργειες, η κλιμακούμενη ρητορική όξυνσης, οι συνεχείς απειλές και το σκηνικό έντασης θα υποχωρήσουν, ακριβώς γιατί ο Τούρκος Πρόεδρος βρίσκεται εδώ και καιρό σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση, επιχειρώντας κατά προτεραιότητα να ανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη του στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και να «αξιοποιήσει» το κύμα διεθνούς αλληλεγγύης και ανθρωπιστικής βοήθειας, σε μια προσπάθεια να το κεφαλαιοποιήσει εν όψει των επερχόμενων εκλογών.

Δύσκολα, όμως, μπορεί να φανταστεί κανείς ότι αυτή η πρόσκαιρη βελτίωση σε επίπεδο κλίματος μπορεί να μεταφραστεί σε αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού, από ένα απολύτως αυταρχικό καθεστώς, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το οποίο παραμένει εκφραστής ενός επικίνδυνου αναθεωρητισμού και μεγαλοϊδεατισμού. Εξίσου δύσκολό φαίνεται μια ηγεσία Ερντογάν να είναι διατεθειμένη να κάνει στροφή από την αυτόνομη πορείας της προς μια Δύση που θα την ελέγχει για τις σχέσεις καλής γειτονίας της και για την ποιότητα της δημοκρατίας και των θεσμών της, επιστρέφοντας στην εφαρμογή των κριτηρίων ένταξης και εγκαταλείποντας το νέο-οθωμανικό αφήγημα της μαξιμαλιστικής «Γαλάζιας Πατρίδας».

Εξίσου μεγάλη είναι και η απόσταση που χωρίζει πλέον τους Αμερικανούς από τους Τούρκους. Η στάση της γείτονας χώρας στο ρωσοουκρανικό ζήτημα, καθώς και τα προσκόμματα στη στρατηγική επιλογή της Ουάσιγκτον να αυξησει τη συνοριακή γραμμή του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία, συμπεριλαμβάνοντας τη Σουηδία και τη Φιλανδία στην Ευρωατλαντική Συμμαχία, έχουν ενοχλήσει σφόδρα την Ουάσιγκτον, καθώς θέτουν εμπόδια στην αμερικανική επιχείρηση με στόχο τη δημιουργία ακόμα μιας ζώνης ισχυρής άμυνας κατά του ρωσικού επεκτατισμού. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άλλαξε τα δεδομένα στην αμερικανική διπλωματία. Η Ανατολική Μεσόγειος επανέκτησε την κομβική σημασία της τόσο σε γεωστρατηγικό, όσο και σε ενεργειακό επίπεδο, με την Ουάσιγκτον, όμως, να νιώθει πως χάνει,ή τουλάχιστον δεν διατηρεί με σιγουριά και στον ίδιο βαθμό, ένα από τα ισχυρά ερείσματά της στην περιοχή, όπως παραδοσιακά ήταν η Τουρκία. Η τελευταία υπό την παρούσα ηγεσία φαίνεται δύσκολο έως απίθανο να εγκαταλείψει τη συνεργασία της με τη Ρωσία, αλλά και τη Λιβύη, καθώς και τις θέσεις της απέναντι στους Κόρδους της Συρίας.

Οι ισορροπίες έχουν πράγματι αλλάξει και η Χώρα μας αποτελεί σταθερό παράγοντα της ευρύτερης περιοχής, με απτές αποδείξεις την ανανέωση της αμυντικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, τη γεωστρατηγική αναβάθμιση της Σούδας και τον ρόλο που αποκτά η Αλεξανδρούπολη. Προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού τόσο στο Αιγαίο, που αμφισβητείται ευθέως η κυριαρχία των νησιών, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου μέσω του τουρκολιβυκού μνημονίου αμφισβητούνται επίσης τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος. Το σίγουρο είναι πως η στρατηγική σύμπλευση της Χώρας με τις ΗΠΑ, ειδικά τα τελευταία χρόνια, λειτουργεί ως προωθητής της γεωπολιτικής και διπλωματικής παρουσίας της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο και συνολικότερα στη νοτιοανατολική Ευρώπη, δίνοντας την ευκαιρία να αναπτύξει τη δική της ατζέντα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το ερώτημα που ανακύπτει είναι πώς θα κινηθεί και τι θα μπορούσε να αλλάξει εάν η τουρκική αντιπολίτευση κερδίσει στις επερχόμενες εκλογές.Οι βασικοί πυλώνες της τουρκικής εξωτερική πολιτικής σε περίπτωση που η αντιπολίτευση κερδίσει στις επερχόμενες εκλογές θα είναι, όπως εκτιμάται, η προσπάθεια νέας προσέγγισης τόσο με την Ε.Ε. όσο και με τις Η.Π.Α., σε μια προσπάθεια να βρει στήριγμα για να προβεί σε μεταρρυθμίσεις όσον αφορά το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της χώρας, την έναρξη της διαδικασίας αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης, αλλά και το άνοιγμα νέων κεφαλαίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Για τα ελληνοτουρκικά, αναμένεται αλλαγή ύφους και κλίματος, σε μια προσπάθεια να βρεθούν νέοι τρόποι προσέγγισης, για να αποκατασταθεί η επικοινωνία των δύο πλευρών και να ξαναρχίσουν οι διαδικασίες επαφών και πολιτικού διαλόγου. Δεν αποκλείεται να βρεθούμε μπροστά σε ένα παράθυρο ευκαιρίας, χωρίς ωστόσο, να αναμένει κανείς αλλαγή στις πάγιες θέσεις της Άγκυρας, τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Κύπρο. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε το πώς ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ο σημερινός Τούρκος Πρόεδρος, ως ένας μετριοπαθής πολιτικός, υπέρμαχος των μεταρρυθμίσεων και με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση, για να φτάσει τα τελευταία χρόνια να διεκδικεί για τον εαυτό του το ρόλο ενός σύγχρονου Σουλτάνου.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Πολιτική”, 25-3-2023)