Το πλήγμα για τις χρηματιστηριακές αγορές από μια ενδεχόμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα είναι μεγαλύτερο από τις επιπτώσεις που είχε η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Αυτό υποστηρίζει ο επικεφαλής στρατηγικής διεθνών αγορών της Goldman Sachs, Πίτερ Οπενχάιμερ, μιλώντας στο CNBC.
Οι παγκόσμιες αγορές μετοχών “βυθίζονται” τη Δευτέρα καθώς εντείνονται οι φόβοι για ενδεχόμενη εισβολή της Ρωσίας, με αρκετές χώρες να καλούν τους πολίτες τους να εγκαταλείψουν την Ουκρανία.
Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, προειδοποίησε την Κυριακή ότι μια ρωσική εισβολή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί “ανά πάσα ώρα και στιγμή”, με την Ουκρανία από τη μεριά της να ζητά συνάντηση με τη Ρωσία εντός 48 ωρών.
Οι φόβοι για ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδηγούν σε σημαντικές απώλειες τις χρηματιστηριακές αγορές τη Δευτέρα, με τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 να καταγράφει σημαντική πτώση (1,7%). Ο γερμανικός δείκτης DAX, λόγω της μεγάλης έκθεσης της χώρας στο ρωσικό φυσικό αέριο, καταγράφει πτώση της τάξης του 2% τη Δευτέρα, θυμίζοντας την υποχώρηση του 2014.
Ο Οπενχάιμερ επισημαίνει μάλιστα ότι η μεταβλητότητα στις ευρωπαϊκές μετοχές θα παραμείνει έως ότου αμβλυνθεί η αβεβαιότητα όσον αφορά τη γεωπολιτική κατάσταση στην Ουκρανία.
Σημαντικές απώλειες προοιωνίζονται και τα futures της Wall Street, ενώ σε αρνητικό έδαφος έκλεισαν και οι αγορές της Ασίας-Ειρηνικού. Εν τω μεταξύ, σε υψηλό επταετίας έχουν εκτοξευθεί οι τιμές του πετρελαίου,
“Εάν κοιτάξουμε ορισμένα από τα πρόσφατα γεγονότα -για παράδειγμα την προσάρτηση της Κριμαίας- θεωρούμε ότι ώθησε το ασφάλιστρο κινδύνου περίπου 20 μονάδες βάσης υψηλότερα, γεγονός που είχε επίπτωση περίπου 5% στη χρηματιστηριακή αγορά, και το πλήγμα πιθανότατα θα είναι μεγαλύτερο”, δήλωσε ο Οπενχάιμερ, μιλώντας στην εκπομπή “Street Signs Europe” του CNBC τη Δευτέρα.
“Επομένως, το είδος των κινήσεων που βλέπουμε -ίσως μια προσαρμογή των ασφαλίστρων κινδύνου μεταξύ 20 και 40 μονάδων βάσης- που θα μπορούσαν από μόνες τους να οδηγήσουν σε υποχώρηση της αγοράς μετοχών κατά τι περισσότερο από 5%, φαίνεται εύλογο”.
Το πλήγμα της Κριμαίας
Το Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2014, η Ρωσία εισέβαλε και προσάρτησε τη χερσόνησο της Κριμαίας, προκαλώντας διεθνή κατακραυγή και ένα κύμα οικονομικών κυρώσεων, με ειδικούς στρατιωτικών θεμάτων να παρομοιάζουν τη μαζική συγκέντρωση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία τις τελευταίες εβδομάδες με τις κινήσεις που προηγήθηκε της τότε εισβολής.
“Όταν η Ρωσία κινήθηκε εναντίον της Ουκρανίας στο πρώτο μισό του 2014, το οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη ελάχιστα κλονίστηκε”, σημειώνει ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg.
“Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ επιβραδύνθηκε από 0,4% σε τριμηνιαία βάση το πρώτο τρίμηνο του 2014, στο 0,2% το δεύτερο τρίμηνο, πριν ανακάμψει στο 0,5% το τρίτο τρίμηνο. Φυσικά, η προσωρινή οπισθοχώρηση μπορεί να είναι πιο έντονη αυτήν τη φορά”, προσθέτει ο οικονομολόγος της Berenberg.
Ο Σμίντινγκ επισημαίνει ότι αν και η Ρωσία αποτελεί μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη με τεράστιες οικονομικές δυνατότητες, δεν αποτελεί ακόμη σημαντική αγορά για την Ευρώπη, με τη Γερμανία να εξάγει μόλις 1,9% των αγαθών της στη Ρωσία έναντι 5,6% προς την Πολωνία.
“Σε σχέση με όλους τους άλλες παράγοντες που θα επηρεάζουν τις οικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης φέτος (υποχώρηση της μετάλλαξης Όμικρον του κορονοϊού, σταδιακή άμβλυνση των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες, αύξηση επιτοκίων από τη Fed), ορισμένες απώλειες από το εκτός ενέργειας εμπόριο με τη Ρωσία, ως απόρροια κυρώσεων και “αντιποίνων”, πιθανότατα θα έχει αμελητέο αντίκτυπο στις προοπτικές ανάπτυξης της Ευρώπη, μετά τον πρώτο δεύτερο μήνα”, προσθέτει.
Ως εκ τούτου, η Berenberg αναμένει ότι οι ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές θα ανακάμψουν σύντομα μετά την προσωρινή οπισθοχώρηση που θα προκαλούσε οποιαδήποτε πιθανή ρωσική εισβολή.
“Δίδυμα προβλήματα”
Οι διεθνείς αγορές από την αρχή του χρόνου ταλανίζονται από την αυξημένη μεταβλητότητα, ενώ δέχθηκαν ένα ακόμη “χτύπημα” στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας μετά τα στοιχεία για “έκρηξη” του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, που πυροδότησε ανησυχίες ότι η Federal Reserve ενδεχομένως να αναγκαστεί να αυξήσει τα επιτόκιά της με πιο επιθετικό ρυθμό από ό,τι αναμενόταν τους προσεχείς μήνες.
Εν τω μεταξύ, ο δείκτης επενδυτικής εμπιστοσύνης που δημοσίευσε τη Δευτέρα η διαδικτυακή χρηματιστηριακή εταιρεία Hargreaves Lansdown έδειξε σημαντική υποχώρηση μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου.
Η ανώτερη αναλύτρια επενδύσεων και αγορών Σουζάνα Στρίτερ σημειώνει ότι η πτώση της εμπιστοσύνης πιθανότατα οφείλεται στο “δίδυμο πρόβλημα” της επικείμενης εισβολής και της εκτίναξης των τιμών.
“Καθώς οι καταναλωτές προετοιμάζονται για νέο οικονομικό πλήγμα ως απόρροια της επιβάρυνσης των λογαριασμών των νοικοκυριών και της μετακύλισης του αυξημένου κόστους εμπορευμάτων, μεταφορών και εργασίας από τους λιανοπωλητές στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, το ενδεχόμενο να ξεσπάσει πόλεμος στην Ευρώπη εντείνει τους φόβους των επενδυτών”, εξηγεί η Στρίτερ.
Προσθέτει δε ότι “αναμένεται νέα εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη σε περίπτωση σύγκρουσης, που θα αυξήσει ακόμη περισσότερο το κόστος ζωής και αυτό θα μπορούσε να πλήξει την καταναλωτική εμπιστοσύνη”.