“Σημαντικές αυξήσεις των ονομαστικών μισθών, λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ολιγοπωλιακής συγκρότησης της αγοράς και των καρτέλ, επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, θεσμική αποκατάσταση του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου, καθώς και εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας με το αποθεματικό του 1,5 δισ. ευρώ από την πρώην Εργατική Εστία και με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας”, είναι οι βασικές διεκδικήσεις της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), όπως δηλώνει ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας, Γιάννης Παναγόπουλος, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενόψει της 24ωρης γενικής απεργίας στις 20 Νοεμβρίου 2024.
Παράλληλα, ο κ. Παναγόπουλος τοποθετείται και για το θέμα του κατώτατου μισθού, επισημαίνοντας ότι, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, το Επιστημονικό Ινστιτούτο της Συνομοσπονδίας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) θα αναλύσει τα νέα δεδομένα της οικονομίας και της κοινωνίας και θα τεκμηριώσει την πρόταση για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού το 2025. Μάλιστα, σημειώνει ότι, για τη ΓΣΕΕ, ο κατώτατος μισθός το 2024 έπρεπε να είναι πάνω από τα 900 ευρώ μεικτά, για να προσφέρει κάποια κάλυψη στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, που επέφερε η ακρίβεια.
Όπως υποστηρίζει, το καλύτερο εργαλείο για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού και, βεβαίως, για την αύξηση του ποσοστού κάλυψης του μισθωτού από Συλλογικές Συμβάσεις είναι η επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.).
Ερωτηθείς για τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Συνομοσπονδία επί του πορίσματος της Επιτροπής για την ενσωμάτωση της Οδηγίας ΕΕ 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς, ο κ. Παναγόπουλος απαντά, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Εμείς προτείνουμε, στην περίπτωση υιοθέτησης της πρότασης της Επιτροπής, να θεσμοθετηθεί η ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στην Επιστημονική Επιτροπή, ώστε να τους αναγνωριστούν αποφασιστικές αρμοδιότητες στον προσδιορισμό και την επικαιροποίηση του κατώτατου μισθού, όπως αξιώνει η Οδηγία στα άρθρα 7 και 17, παρ. 3. Επίσης, προτείνουμε η γνώμη της Επιστημονικής Επιτροπής για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου να λαμβάνει υπόψη της σημαντικά κοινωνικά δεδομένα, που προσδιορίζουν τον επαρκή κατώτατο μισθό/ημερομίσθιο και την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου και της οικογένειάς του, όπως την απόκλιση του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου από το επίπεδο του μισθού/ημερομισθίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, τον δείκτη σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης για το χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών, τον δείκτη φτώχειας στην εργασία και τον δείκτη διανομής του εισοδήματος μεταξύ κερδών/μισθών”.
Τέλος, αναφορικά με τις προκλήσεις, με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπη η αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια, ο κ. Παναγόπουλος τονίζει ότι οι προκλήσεις είναι πολλές. “Ανάμεσα σε αυτές θα υπογράμμιζα την ανάγκη άμεσης θεσμικής ενίσχυσης της προστασίας της εργασίας, με έμφαση στην αξιοπρεπή διαβίωση των μισθωτών, στην ποιότητα της εργασίας και στις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, όπως και τη μεγάλη πρόκληση που δημιουργούν οι υπό διαμόρφωση συνθήκες ψηφιακής μετάβασης της οικονομίας και οι επιπτώσεις αυτής στις νέες απαιτήσεις στην κατάρτιση και εκπαίδευση και στις δεξιότητες των εργαζομένων” προσθέτει ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του προέδρου της ΓΣΕΕ, Γιάννη Παναγόπουλου, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Γεωργία Μπάρλα:
Ερ: κ. Παναγόπουλε, η ΓΣΕΕ προκήρυξε εικοσιτετράωρη γενική απεργία στις 20 Νοεμβρίου. Τι διεκδικεί η Συνομοσπονδία για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας;
Απ: Τα τελευταία χρόνια, ο κόσμος της μισθωτής εργασίας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η ακρίβεια σε βασικά αγαθά, οι πολύ υψηλές τιμές των ενοικίων και η μείωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των μισθών, έχουν δραματικά μειώσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των οικογενειών τους.
Παράλληλα, στη χώρα μας, το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ.
Η Συνομοσπονδία, με δεδομένο το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν λαμβάνει κανένα ουσιαστικό μέτρο για την αντιμετώπιση αυτών των κρίσιμων ζητημάτων για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, προκήρυξε 24ωρη Γενική Απεργία, με την οποία, σε συνδυασμό με την πανελλαδική καμπάνια ενημέρωσης των εργαζομένων, που έχουμε ήδη κάνει, αποσκοπούμε να στείλουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα: “Με την επιδοματική πολιτική και τα pass δεν λύνονται τα προβλήματα”.
Απαιτούνται σημαντικές αυξήσεις των ονομαστικών μισθών, λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ολιγοπωλιακής συγκρότησης της αγοράς και των καρτέλ, επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, θεσμική αποκατάστασή του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου, καθώς και εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας με το αποθεματικό του 1,5 δισ. ευρώ από την πρώην Εργατική Εστία και με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Αυτά τα μέτρα ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και για την εφαρμογή αυτών των μέτρων αγωνιζόμαστε.
Ερ: Στις αρχές του νέου έτους, θα ξεκινήσουν οι διαβουλεύσεις του υπουργείου Εργασίας με τους κοινωνικούς εταίρους για τον κατώτατο μισθό. Ποια θα είναι η πρόταση της ΓΣΕΕ για το ύψος του;
Απ: Η πρότασή μας στηρίζεται πάνω σε δείκτες κοινωνικής βιωσιμότητας, υλικής στέρησης και στην εκτίμηση του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Η ανάλυσή μας, η οποία τεκμηριώνεται από εμπειρικά ευρήματα, δείχνει ότι η αξιοπρεπής διαβίωση των εργαζομένων μόνο θετικές επιπτώσεις έχει για την οικονομία.
Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, το Επιστημονικό μας Ινστιτούτο (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) θα αναλύσει τα νέα δεδομένα της οικονομίας και της κοινωνίας και θα τεκμηριώσει την πρότασή μας για το 2025.
Να σας θυμίσω ότι, για τη Συνομοσπονδία, ο κατώτατος μισθός του 2024 έπρεπε να είναι πάνω από τα 900 ευρώ μεικτά, για να προσφέρει κάποια κάλυψη στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, που επέφερε η ακρίβεια.
Και το καλύτερο εργαλείο για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού και, βεβαίως, για την αύξηση του ποσοστού κάλυψης του μισθωτού από Συλλογικές Συμβάσεις είναι η επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Ερ: Πρόσφατα, η ΓΣΕΕ κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί του πορίσματος της Επιτροπής για την ενσωμάτωση της Οδηγίας ΕΕ 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς. Πού επικεντρώνονται οι προτάσεις;
Απ: Οι προτάσεις μας κινούνται σε δύο επίπεδα.
Σε θεσμικό επίπεδο, προτείνουμε την επαναφορά του πλήρους ρυθμιστικού πεδίου της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.. Να θεσμοθετηθεί και πάλι η καθολικότητα ισχύος και δεσμευτικότητα του συνόλου των όρων (μισθολογικών και μη) της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και ο κατώτατος μισθός/ημερομίσθιο να καθορίζονται και πάλι αποκλειστικά με Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των κορυφαίων οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι στις αιτιολογικές σκέψεις της Επιτροπής διαπιστώνεται η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ο περιορισμός του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων στην Ελλάδα από ΣΣΕ, εντούτοις η πρόταση της Επιτροπής δεν υπηρετεί τον στόχο της προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που επιτάσσει ο κοινοτικός νομοθέτης.
Η επαναφορά του πλήρους ρυθμιστικού πεδίου της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. θα ήταν μια σημαντική θεσμική εξέλιξη στην κατεύθυνση της προώθησης της προστασίας της εργασίας από ΣΣΕ στη χώρα μας και της ουσιαστικής ενίσχυσης του κοινωνικού διαλόγου.
Με το προτεινόμενο σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής, οι κοινωνικοί εταίροι περιορίζονται σε απλό συμβουλευτικό ρόλο, χωρίς ουσιαστικές-αποφασιστικές αρμοδιότητες, συνεπώς δεν διασφαλίζεται ο σκοπός και η ορθή μεταφορά της Οδηγίας και αποδυναμώνεται ο κοινωνικός διάλογος.
Σε τεχνικό επίπεδο, η Επιτροπή προτείνει τη σταδιακή μετάβαση σε σύστημα αυτόματου καθορισμού-αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου, το οποίο θα ισχύσει από 1-1-2028. Οι συντελεστές που αναφέρονται στο πόρισμα για την αυτόματη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού στηρίζονται σε σειρά στοιχείων και δεδομένων, τα οποία, μέχρι σήμερα, δεν έχουν τύχει επεξεργασίας, αλλά θα μελετηθούν και θα διαμορφωθούν από την ΕΛΣΤΑΤ στο μέλλον.
Επίσης, η πρόταση της Επιτροπής προβλέπει πλήθος εξαιρέσεων που μπορούν να οδηγήσουν στο πάγωμα του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου. Έτσι, ο κατώτατος μισθός μπορεί να μην αναπροσαρμόζεται σε περίπτωση που η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση ή/και υπάρχει σημαντική απόκλιση του εθνικού πληθωρισμού ΔΤΚ από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή/και υπάρχει σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών ή η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού δεν δικαιολογείται από τα επίπεδα μακροπρόθεσμης εξέλιξης στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της ή/και την απόσταση του κατώτατου μισθού από το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού ή/και υπερβαίνει τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας ή/και δεν δικαιολογείται από έκτακτες περιστάσεις.
Ο μακρύς αυτός κατάλογος των εξαιρέσεων εισάγει ένα πλήθος απροσδιόριστων δεικτών, που μπορούν να οδηγούν μονοσήμαντα, χωρίς την αξιολόγηση άλλων στοιχείων, (όπως π.χ. την επάρκεια του κατώτατου μισθού, τη διαβίωση κάτω από τα όρια της φτώχειας, την οικονομική υστέρηση των νοικοκυριών), σε μόνιμο πάγωμα του κατώτατου μισθού. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο κατάλογος αυτών των εξαιρέσεων θα αξιολογείται, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, από μια Επιστημονική Επιτροπή, στην οποία δεν θα συμμετέχει εκπρόσωπος των συνδικάτων.
Εμείς προτείνουμε, στην περίπτωση υιοθέτησης της πρότασης της Επιτροπής, να θεσμοθετηθεί η ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στην Επιστημονική Επιτροπή, ώστε να τους αναγνωριστούν αποφασιστικές αρμοδιότητες στον προσδιορισμό και την επικαιροποίηση του κατώτατου μισθού, όπως αξιώνει η Οδηγία στα άρθρα 7 και 17, παρ. 3.
Επίσης, προτείνουμε η γνώμη της Επιστημονικής Επιτροπής για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου να λαμβάνει υπόψη της σημαντικά κοινωνικά δεδομένα, που προσδιορίζουν τον επαρκή κατώτατο μισθό/ημερομίσθιο και την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου και της οικογένειάς του, όπως την απόκλιση του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου από το επίπεδο του μισθού/ημερομισθίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, τον δείκτη σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης για το χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών, τον δείκτη φτώχειας στην εργασία και τον δείκτη διανομής του εισοδήματος μεταξύ κερδών/μισθών.
Ερ: Κατά την άποψή σας, ποιες είναι οι προκλήσεις, με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπη η αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια;
Απ: Οι προκλήσεις είναι πολλές. Ανάμεσα σε αυτές θα υπογράμμιζα την ανάγκη άμεσης θεσμικής ενίσχυσης της προστασίας της εργασίας, με έμφαση στην αξιοπρεπή διαβίωση των μισθωτών, στην ποιότητα της εργασίας και στις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας. Επίσης, τη μεγάλη πρόκληση που δημιουργούν οι υπό διαμόρφωση συνθήκες ψηφιακής μετάβασης της οικονομίας και οι επιπτώσεις αυτής στις νέες απαιτήσεις στην κατάρτιση και εκπαίδευση και στις δεξιότητες των εργαζομένων.
Πολλές μελέτες έχουν πλέον δει το φως της δημοσιότητας που δείχνουν ότι οι πλέον ευάλωτοι των εργαζομένων αντιμετωπίζουν υπερπολλαπλάσιες πιθανότητες ψηφιακής φτώχειας και έκπτωσης των επαγγελματικών τους δεξιοτήτων και γνώσεων, λόγω των νέων τεχνολογιών και της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Η ψηφιακή υστέρηση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας μας μας δίνει χρόνο για έναν σύγχρονο σχεδιασμό της αναγκαίας παραγωγικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, έτσι ώστε η μετάβαση της χώρας στην εποχή της 4ης τεχνολογικής επανάστασης να γίνει με όρους αφενός μεν οικονομικής αποτελεσματικότητας αφετέρου δε βελτίωσης της ποιότητας και της προστασίας της εργασίας, δηλαδή με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.