Επτά μέρες καταιγίδα και ένα χρόνο ανομβρία

από Team MyPortal.gr
sms

Του Γιάννη Γκουμάκη, δημοσιογράφου

 

Είναι άδικο για την πόλη της Θεσσαλονίκης, τη δεύτερη μεγαλύτερη της Ελλάδας (και δεν εννοώ μόνο πληθυσμιακά) να περιμένει μια ΔΕΘ, 7 μέρες το χρόνο για να ζήσει το μεγαλείο. Είναι ακόμη πιο άδικο και ασύμφορο να ζει τα μεγάλα πράγματα όλα ταυτόχρονα, μια καταιγίδα πολιτικών επισκέψεων, δημοσιογραφικών προβολέων, συναυλιών και επιχειρηματικών ιδεών μέσα σε ελάχιστες ώρες και μετά να επικρατεί για ολόκληρο το χρόνο ανομβρία.

Ναι, εδώ και δεκαετίες, η Θεσσαλονίκη κάθε χρονιά περιμένει τη ΔΕΘ. Αλλά ποιος λογαριάζει από πιο πριν το χάος που τη συνοδεύει; Και με τι κόστος; Θα πει κάποιος, την προτιμούσες «βουβή» όπως τα τελευταία 2 χρόνια; Όχι. Θα την προτιμούσα λιγότερο «χαοτική».

Ναι ήταν ο κορονοϊός πέρσι και πρόπερσι, ναι. Φέτος λειτούργησε «κανονικά». Αλλά η ουσία είναι μία. Η κανονικότητα αυτή της λειτουργίας της ΔΕΘ έρχεται με κόστος για τον απλό πολίτη.

Φέτος έζησα τη ΔΕΘ από κοντά. Από πιο κοντά απ’ότι την έχω ζήσει ποτέ μου. Είδα τον πρωθυπουργό, είδα τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, είδα και τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και όλους τους υπόλοιπους που τους συνόδευαν. Είδα τα περίπτερα, το σταντ μας με το ΑΠΘ, το εργαστήριο μας της ειρηνευτικής δημοσιογραφίας και έναν από τους αγαπημένους μου καθηγητές, τους συμφοιτητές μου, παρακολούθησα ένα φόρουμ, περίπου 7 ομιλίες και 2 συναυλίες μέσα σε 6-7 μέρες.

 

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Πρώτα από πολιτικής πλευράς και δημοσιογραφικής. Με μια λέξη, κυνηγητό. Κυνηγητό επιτελείων στα περίπτερα, δημοσιογράφοι πίσω να τρέχουν και μπροστά να προπορεύεται ο εκάστοτε πολιτικός. «Μα καλά, έτσι δεν ήταν πάντα;»

 

Κλειστοί δρόμοι το πρώτο σαββατοκύριακο, πάρκινγκ πουθενά (με κίνδυνο πάρκαρα κοντά στο ΠΑΜΑΚ μετά φόβου μη μου το πάρει ο γερανός το πρώτο Σάββατο). Φλας να αναβοσβήνουν και χέρια ημετέρων τεντωμένα σε κάθε βήμα. Να πιάσουν και να πιαστούν. Ένα παιχνίδι εντυπώσεων με θύμα συχνά τον απλό επισκέπτη και πολύ συχνά, την ίδια την έκθεση.

Δε μπορώ να πω πως δε μου άρεσε όλο αυτό. Δε μπορώ να πω πως το απόλαυσα επίσης. Για μένα ήταν κάτι καινούργιο. Για το Θεσσαλονικιό όμως παππού που έχει ζήσει τη ΔΕΘ στα πολύ καλά της και τη ζει και σήμερα, για το εγγονάκι του που ακούει χρόνια τις ιστορίες, για τον επαρχιώτη που ήρθε στη ΔΕΘ πρώτη φορά φέτος, για όλους αυτούς; Είδαν αυτό που περίμεναν; Το έζησαν όπως το περίμεναν;

Θα ήταν άραγε έτσι οι επισκέψεις των πολιτικών αρχηγών στο κέντρο της πόλης αν πραγματοποιούνταν πιο τακτικά και με μεγαλύτερη ουσία; Αν είχαμε δύο διεθνή fora κι όχι ένα. Αν είχαμε τρία; Ίδιας εμβέλειας και ιστορικότητας. Θα παρέλυε η πόλη όταν επισκέπτονταν οι πολιτικοί την έκθεση αν οι εγκαταστάσεις βρισκόταν εκτός οικιστικού ιστού; ή έστω αν ήταν παρέμεναν εκεί που είναι σήμερα αλλά ήταν αλλιώς. Αλλιώς, δε ξέρω πώς. Όχι έτσι χαοτικά. Είναι κάποιες από τις απορίες μου.

Ας το πιάσουμε τώρα από την πλευρά του κλάδου μας. Ο δημοσιογράφος ίσως να το απόλαυσε όλο αυτό. Να το ευχαριστήθηκε έστω εν μέρει. Τι άλλο όμως έχει να περιμένει ο δημοσιογράφος του πολιτικού ρεπορτάζ σε κάποιο μέσο της Θεσσαλονίκης για φέτος; Μια ΔΕΘ 7 μέρες και… Και του χρόνου.

Δε λέω ότι η ΔΕΘ δεν είναι καλή. Μια χαρά είναι για εμάς και βγάζει και ειδήσεις. Αλλά δε φτάνει. Το κόστος που πληρώνει ένας πολίτης που θέλει να την χαρεί, είναι μεγάλο έτσι όπως διεξάγεται. Δε λέω ότι πρέπει ή δεν πρέπει να ξανανοίξει η συζήτηση για το αν η ΔΕΘ θα φύγει η θα μείνει. Όπως είπα και πρόσφατα όμως, αν με τα προσχέδια κατατεθειμένα ανοίξει π.χ. το 2024 ξανά η συζήτηση από τη βάση της για το που θα πάει η ΔΕΘ, θα οδηγηθούμε σε ένα «Μετρό 2», με ότι αυτό συνεπάγεται. Ευελπιστώ η ανάπλαση να φέρει λύσεις στα προβλήματα «χάους» που προανέφερα. Και ελπίζω κάποια στιγμή η ΔΕΘ να ξαναγίνει μια πραγματική γιορτή. Το αξίζει η πόλη και οι πολίτες της.

Όσο για εμάς τους δημοσιογράφους, δε λυπόμαστε τα παπούτσια μας. Μακάρι να είχαμε δύο και τρία φόρα, να τρέχουμε, θα αγοράζαμε και παπούτσια συχνότερα. Θα έκανε καλό και στην οικονομία της πόλης, συν ότι θα οδηγούσε και σε αποσυμφόρηση αν ξέραμε ότι θα δούμε και θα ακούσουμε μέλη της Βουλής δύο ή τρεις φορές αντί για μια μέσα στο χρόνο.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Πολιτική”, 24-9-2022)