Ένας λογαριασμός ρεύματος

sms

Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας

 

Πάντα πίστευε ότι η αγορά αυτού του διαμερίσματος ήταν η πιο σοφή κίνηση της ζωής του. Δεν τους ήταν εύκολο το δάνειο εικοσαετίας με τους δύο μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και ας ήταν ο Περικλής χαμένος στα ιδιαίτερα κάθε απόγευμα. Όμως «το δικό του σπίτι», στον δεύτερο όροφο μιας κλασικής οικοδομής του ‘70 στη γωνία Πέτρου Συνδίκα με Πατρών, τον έκανε να νοιώθει τακτοποιημένος. Όταν δε ήρθε και το εφάπαξ και κατάφερε να πάρει μια μικρή μεζονέτα σε έναν οικισμό στην Κασσάνδρα –να είναι καλά και μια μικρή κληρονομιά της γυναίκας του που προέκυψε στα ξαφνικά, ένοιωσε την απόλυτη αίσθηση ανακούφισης. Τα δάνεια είχαν πια αποπληρωθεί και τώρα είχε μπροστά του μερικά καλοκαίρια ακόμα να απολαύσει θάλασσα, ταβέρνα και κήπο. Και, όταν θα έφτανε το τέλος, θα είχε δύο ακίνητα για την κόρη και τον γιο του να τα μοιράσει.

Κρατούσε στο χέρι του τον λογαριασμό του ρεύματος που μόλις είχε μαζέψει από το γραμματοκιβώτιο. Υπερδιπλάσιος και αυτός, όπως και της μεζονέτας στην Κασσάνδρα. Σφίχτηκε. Μετά από δύο καλοκαίρια επιφυλακτικών λόγω της πανδημίας εξόδων στην ταβέρνα, καταλάβαινε ότι και το φετινό καλοκαίρι δε θα ήταν όπως το είχε φανταστεί γιατί οι συντάξεις τους δε θα τους έφταναν για ανέμελες διακοπές τριμήνου. Πρώτα είχε χαθεί η χαρά τη ανθρώπινης συναναστροφής και τώρα είχε έρθει η ώρα να χαθούν και οι μικρό-απολαύσεις του ψητού ψαριού, της μπύρας και της βόλτας με το αυτοκίνητο στο διπλανό χωριό της Κασσάνδρας. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα-καμάρι του, αισθάνθηκε να τον τρυπά η ανταπόκριση του δημοσιογράφου από τη Μαριούπολη της Ουκρανίας. Ώστε είχε και κάτι χειρότερο από την πανδημία και την ακρίβεια το πεπρωμένο της γενιάς του για τα στερνά τους. Τον κίνδυνο του πολέμου έξω από την πόρτα μας.

Ένοιωθε να διαρρέει από τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού του η αισιοδοξία που για τόσα χρόνια είχε καταφέρει να σμιλέψει μέσα του. Και δεν έβρισκε να είχε φταίξει ο ίδιος πουθενά. Δεν μπορούσε να βρει εύκολα και τον φταίχτη τούτη τη φορά. Το 2010, τότε που το ΠΑΣΟΚ της νιότης του είχε φέρει τα μνημόνια που τάχα δεν ήθελε η Νέα Δημοκρατία που μετά τα εξίσωσε με το Ευαγγέλιο, ήταν εύκολο να αποδώσει ευθύνες στις μίζες των υπουργών, στην αλαζονεία του μεγάλου κεφαλαίου και στα ρουσφέτια των μικρομεσαίων. Είχε τιμωρήσει με την ψήφο του τους ηθικούς αυτουργούς αυτής της συλλογικής πλάνης της τάχα ευδαιμονίας και είχε ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ με ενθουσιασμό το 2012 και το 2015. Τον Ιούλιο του ‘19, στο τέλος μιας τετραετίας που πέρασε κάτω από τον πήχη των προσδοκιών του, είχε ψηφίσει και πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ. Με μια επιφύλαξη και με άσχημα ψαλιδισμένες τις προσδοκίες του για μια άλλη νοοτροπία στην εξουσία.

Ο Περικλής δεν είχε μετανιώσει για την ψήφο του 2019. Απλώς την είχε ξεπεράσει. Πλέον η ανάγκη του να τιμωρήσει τον παλιό δικομματισμό είχε ατονήσει. Δεν έφταιγαν άλλωστε αυτοί οι δύο για την πανδημία ή για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ίσως ούτε καν για την ακρίβεια που θα του στερούσε τις τελευταίες απολαύσεις της ζωής. Ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ του έφταιγε για αυτήν την ύστερη απογοήτευση. Όμως πια δεν είχε τίποτα να περιμένει από αυτόν.