Περί Συντάγματος, παραιτήσεως κυβέρνησης, διορισμού ηγεσίας δικαιοσύνης και άλλων τινών…

από Σκιαδάς Δημήτρης
sms

Το Σύνταγμα μας προβλέπει δυο διαδικασίες παραίτησης Κυβέρνησης. Η μια ρυθμίζεται στο άρθρο 38 παρ.1 που προβλέπει την παραίτηση της Κυβέρνησης και την ενεργοποίηση της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών με τελικό μέτρο τον ορισμό αμιγούς υπηρεσιακής κυβέρνησης υπό ανώτατο δικαστικό. Η δεύτερη ρυθμίζεται στο άρθρο 41 παρ. 1 που προβλέπει την καταψήφιση δις της Κυβέρνησης από τη Βουλή ως όρο παραίτησης, και την ενεργοποίηση επίσης της διαδικασίας ορισμού αμιγούς υπηρεσιακής Κυβέρνησης υπό ανώτατο δικαστικό.

Αυτές οι δυο περιπτώσεις, όσο κι αν φανεί περίεργο, με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ΔΕΝ είναι αυτές που διαζευκτικά θα εφαρμοστούν στην παρούσα πολιτική συγκυρία της χώρας μας.

Ο Πρωθυπουργός στην ανακοίνωση του δεν αναφέρθηκε σε παραίτηση της Κυβέρνησης. αλλά “ότι θα ζητήσει την άμεση προκήρυξη εθνικών εκλογών“. Δηλαδή θα ζητήσει τη διάλυση της Βουλής. Αυτό είναι μια ΆΛΛΗ περίπτωση που δεν εμπίπτει στις προαναφερθείσες. Είναι η παρ. 2 του άρθρου 41 του Συντάγματος που προβλέπει διάλυση της Βουλής, κατόπιν πρότασης Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, για την αντιμετώπιση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας. Δηλαδή εδώ δεν παραιτείται η κυβέρνηση αλλά διαλύεται η Βουλή και γίνονται εκλογές για να κρίνει ο λαός πως θα αντιμετωπιστεί ένα μείζον εθνικό θέμα. Ποια η θεσμική διαφορά: σε αυτή την περίπτωση ΔΕΝ ορίζεται αμιγής υπηρεσιακή κυβέρνηση αλλά τις εκλογές τις διεξάγει η κυβέρνηση που ζήτησε να διαλυθεί η Βουλή, λειτουργώντας η ίδια πλέον ως υπηρεσιακή κυβέρνηση και αλλάζοντας (κατ’ έθιμο) μόνο τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και τους υπουργούς Εσωτερικών και Δικαιοσύνης που είναι αρμόδιοι για την διεξαγωγή των εκλογών, ώστε να υπάρχουν εχέγγυα αμεροληψίας.

Και εδώ τίθεται το ζήτημα. Επομένως τις εκλογές θα τις διενεργήσει η παρούσα κυβέρνηση???

Εάν δούμε αυστηρά το γράμμα του Συντάγματος η απάντηση θα μπορούσε να είναι θετική.

Όμως υπάρχει ένα μείζον πολιτικό θέμα: η συγκεκριμένη κυβέρνηση έχει νωπή μια ιδιαίτερη έντονη και ισχυρή εκλογική αποδοκιμασία που πλήττει τη δημοκρατική της νομιμοποίηση. Έχει απολέσει τη λαϊκή εμπιστοσύνη, κάτι που καταδεικνύεται τόσο στις ευρωεκλογές όσο και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που υπάρχει κομματική ταύτιση των διαδικασιών (ΟΤΑ Β βαθμού και οι μεγάλοι ΟΤΑ Α’ βαθμού). Επομένως τίθεται εν αμφιβόλω κατά πόσο νομιμοποιείται να λέει ότι πληρούνται τις προϋποθέσεις του άρθρου 41 παρ. 2 του Συντάγματος υπό την έννοια ότι ναι μεν η Βουλή έχει παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση αλλά η σύνθεση της παρούσας Βουλής αποδεδειγμένα πλέον δεν εκφράζει τη λαϊκή βούληση. Και αυτή τη δυσαρμονία τη διαπίστωσε και ο Πρωθυπουργός, και επ’ αυτής στήριξε το σκεπτικό με το οποίο δήλωσε ότι θα ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την προκήρυξη εκλογών. Η ανανέωση της λαϊκής εντολής προϋποθέτει την κατοχή αυτής. Και το εκλογικό αποτέλεσμα της 26ης Μαΐου έδειξε ότι πλέον τέτοια εντολή προς την κυβέρνηση δεν υπάρχει. Αναζητείται νέα εντολή…

Και δεν θέτω καν το ζήτημα του “εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας” καθώς ο όρος αυτός έχει τύχει κατάχρησης διαχρονικά στην ελληνική συνταγματική ιστορία…

Απόρροια της κατάστασης αυτής είναι το τεθέν ζήτημα του ορισμού της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την παρούσα Κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση, μη παραιτούμενη ρητά αλλά επικαλούμενη το άρθρο 41 παρ. 2 ως προς την προκήρυξη εκλογών, θεωρεί ότι λειτουργεί κανονικά, όχι ως υπηρεσιακή, και μπορεί να προχωρήσει στον ορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.

Δεν θα αναφερθώ στο θέμα των ορίων ηλικίας των αποχωρούντων δικαστικών ήτοι του αν μπορεί να υπάρξει απόφαση ορισμού της νέας ηγεσίας πριν ολοκληρωθεί η θητεία της αποχωρούσης, καθώς αυτό είναι μόνο ένα μέρος της όλης προβληματικής, και μάλιστα σχετικά αμφιλεγόμενο καθώς κάτι τέτοιο έχει συμβεί και στο παρελθόν χωρίς να προκαλέσει αντιδράσεις.

Το βασικό θέμα αρχής εν προκειμένω είναι η κατ’ αρχήν δυνατότητα της Κυβέρνησης να προβεί σε ορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με την πάγια ερμηνεία των ισχυόντων συνταγματικών ρυθμίσεων, ο ορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης ανατίθεται ουσιαστικά στο συλλογικό όργανο έκφρασης της Κυβέρνησης που είναι το Υπουργικό Συμβούλιο (με πρόταση αυτού εκδίδεται σχετικό διάταγμα από τον Πρόεδρο Δημοκρατίας κατά το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος), ως όργανο που έχει τη λαϊκή εντολή διακυβέρνησης, έτσι ώστε η οριζόμενη ηγεσία της Δικαιοσύνης να έχει (έστω και έμμεση) δημοκρατική νομιμοποίηση. Δεδομένης της διαπιστωθείσας απώλειας αυτής της λαϊκής εντολής κατά τα ανωτέρω, το υπάρχον Υπουργικό Συμβούλιο δεν πληροί το ρόλο του μηχανισμού δημοκρατικής νομιμοποίησης, καθώς και το ίδιο πλέον δεν εκφράζει τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή καταγράφηκε στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Άρα δεν υπηρετείται ο σκοπός του Συντάγματος για τη δημοκρατική νομιμοποίηση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, εάν αυτή οριστεί τώρα.

Η εμμονή στο γράμμα των διατάξεων του Συντάγματος που περιγράφουν διαδικασίες, και η αποξένωση τους από το πνεύμα των αρχών που διέπουν όλο τον Καταστατικό Χάρτη της χώρας, με βασικότερη αυτή της λαϊκής κυριαρχίας, οδηγεί στην εργαλειοποίηση των σχετικών ρυθμίσεων και στην ουσιαστική απονεύρωση τους, απεκδύοντας τες από τη συνταγματική κανονιστικότητα τους και καθιστώντας τες απλές, διεκπεραιωτικές, κατευθυντήριες φράσεις.

Υπάρχει λύση; Προφανώς. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι  «δεν θα αγνοήσει το αποτέλεσμα, δεν πορεύτηκε με κόλπα και στρατηγήματα, δεν επιλέγει τον εύκολο δρόμο». Η επιλογή που έχει στη διάθεση του είναι πρόδηλη. Η ενεργοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 38 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία θα οδηγήσει στον ορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης με συγκεκριμένες αρμοδιότητες για τη διεξαγωγή εκλογών. Μια διαδικασία που, δεδομένων των κομματικών συσχετισμών στην παρούσα Βουλή, μπορεί να ολοκληρωθεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αμφιβάλλω όμως αν θα υιοθετηθεί αυτή η επιλογή. Και αυτό θα είναι ένα ακόμη πολιτειακό πλήγμα για τη χώρα…