Ο Ερντογάν, το εκλογικό αποτέλεσμα και η θέση της Τουρκίας

από Σαρηγιαννίδης Μίλτος
sms

Εξήντα εκατομμύρια πολίτες κλήθηκαν να ψηφίσουν από τις 8 το πρωί ως τις 5 το απόγευμα για να αναδείξουν νέα Εθνοσυνέλευση και Πρόεδρο της χώρας. Μάλιστα, παρά το ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθος του εκλογικού σώματος και το περιορισμένο χρονικό εύρος για τη διεξαγωγή μιας ψηφοφορίας με δύο κάλπες, αναμένεται συμμετοχή μεγαλύτερη του 80%. Αυτή η εκτίμηση ήδη κεφαλαιοποιείται από την πλευρά του Ταγίπ Ερντογάν ως νίκη της δημοκρατίας, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να συγκρίνει τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές που διεξάγονται στα ευρωπαϊκά κράτη.

Τα κόμματα έχουν συσπειρωθεί σε δύο συνασπισμούς είτε για να πετύχουν την είσοδό τους στο κοινοβούλιο, καθώς το όριο του 10% είναι εξαιρετικά υψηλό για μια κοινοβουλευτική πλουραλιστική δημοκρατία, είτε την πλειοψηφία που θα τους εξασφαλίσει την επικράτηση και την κυβέρνηση. Εννοείται, πως το φιλοκουρδικό κόμμα (HDP) κατέρχεται μόνο του στις εκλογές, με την ηγεσία του φυλακισμένη, αναλαμβάνοντας, εφόσον υπερβεί το όριο του 10%, το βάρος της ανάσχεσης της συμμαχίας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και των ακροδεξιών του Κινήματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ώστε να μην επιτύχουν κοινοβουλευτική απόλυτη πλειοψηφία στη νέα βουλή των εξακοσίων εδρών. Απέναντι στον συνασπισμό Ερντογάν-Μπαχτσελί, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) επιχειρεί να αναστήσει τον κεμαλισμό και υιοθετεί την εθνική και κοινωνική ατζέντα του Ερντογάν στην προσπάθειά του να τον αποδομήσει. Μαζί του συμπαρατάσσεται το Καλό Κόμμα (IYI) της Μεράλ Ακσενέρ και οι μη-συμπαθούντες τον Ερντογάν ισλαμιστές του Saadet. Από την άλλη πλευρά, ο «εκλεκτός» του CHP Μουχαρέμ Ιντζέ φαίνεται πως διεκδικεί με αξιώσεις την εκλογή απέναντι στον Ερντογάν, εφόσον το αποτέλεσμα της προεδρικής κάλπης κριθεί στον δεύτερο γύρο. Για πρώτη φορά, ο Ερντογάν έχει απέναντί του αντίπαλο που έβγαλε ενέργεια στις πολιτικές συγκεντρώσεις, κινητοποίησε τα πλήθη, και κινήθηκε στρατηγικά για να εξασφαλίσει πολιτικές συμμαχίες ενόψει του δεύτερου γύρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ιντζέ έκανε μια ιδιαίτερα πυκνή προεκλογική εκστρατεία σε σχέση με τον Ερντογάν, ενώ γενικά η αντιπολιτευτική κριτική απέναντι στον Ερντογάν υπήρξε έντονη και προβλήθηκε από τα ΜΜΕ, γεγονός που μάλλον δεν συνέβαινε στο παρελθόν.

Ο πολιτικός αγώνας διεξήχθη σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα αναμενόμενα ελλείμματα διαφάνειας και πλημμελούς εφαρμογής των θεμελιωδών εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Τα μεγάλα αστικά κέντρα υπο-εκπροσωπούνται σε σχέση με το πληθυσμιακό κριτήριο και οι ημιαστικές και αγροτικές περιοχές θα καθορίσουν το αποτέλεσμα, ειδικά στις περιοχές όπου κυριαρχεί το κουρδικό στοιχείο. Επιπλέον, με νομοθετική ρύθμιση, οι ασφράγιστοι φάκελοι θεωρούνται έγκυροι και προσμετρώνται κανονικά στο αποτέλεσμα, γεγονός που εξαρχής δημιουργεί υποψίες για εκτεταμένη νοθεία σε ένα περιβάλλον αστυνομοκρατούμενο και πλήρως ελεγχόμενο από το καθεστώς Ερντογάν. Τέλος, χιλιάδες αντιφρονούντες δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί και δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι κρατούνται στις φυλακές μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016. Με άλλα λόγια, η Τουρκία του Ερντογάν αποτελεί μια υποδειγματική περίπτωση ανελεύθερης δημοκρατίας που επιδιώκει ταυτόχρονα δύο στόχους: τη συνοχή ενός κράτους που εδώ και δεκαετίες κυοφορεί τα δομικά προβλήματα μιας αυτοκρατορίας που δεν διαλύθηκε το 1923, και την εξαγωγή αυτών των εσωτερικών προβλημάτων πίσω από την κουρτίνα της αναθεωρητικής εξωτερικής πολιτικής χάρη στην κρίσιμη γεωστρατηγική θέση του. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτή δεν είναι μόνο η Τουρκία του Ερντογάν, αλλά εδώ και δεκαετίες αποτελεί το κυρίαρχο μοτίβο διακυβέρνησης και άσκησης εξωτερικής πολιτικής.

Συνεπώς, με ή χωρίς τον Ερντογάν στην Προεδρία, πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι ο επόμενος Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας θα εξακολουθήσει να αναζητά λύση στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας του μέσα από την «επικαιροποίηση» της Συνθήκης της Λωζάνης. Δεν θα πάψει να εκδηλώνει αυτοκρατορικό ενδιαφέρον για τους φυσικούς πόρους στην Ανατολική Μεσόγειο, και να επιχειρεί να επιβάλει την πολιτική του μέσα από τη διπλωματία των αγωγών. Θα συνεχίσει να συνάπτει ευκαιριακές συμμαχίες και να αναλαμβάνει πρόθυμα το κόστος αποτυχημένων επιλογών, επειδή ακριβώς δεν πρόκειται για μια δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία που προϋποθέτει θεσμικούς μηχανισμούς ελέγχου και αντισταθμίσματα στην άσκηση της εξουσίας, αλλά για ένα καθεστώς που ελέγχεται από ελίτ και διαθέτει τα μέσα να επιβάλει στο εσωτερικό το όραμα και τα συμφέροντά της ανάλογα με τις διεθνείς και εσωτερικές συγκυρίες.

Ωστόσο, το θεμελιώδες ερώτημα στο οποίο θα απαντήσει η κάλπη, ειδικά για την εκλογή του προέδρου, είναι αν πράγματι ο Ερντογάν επιθυμεί να συνεχίσει στο ανώτατο αξίωμα της χώρας. Οι πρόωρες εκλογές προκηρύχθηκαν βιαστικά, γιατί η επερχόμενη οικονομική κρίση αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στα χέρια του. Ο άνθρωπος που ανέλαβε μια χρεοκοπημένη Τουρκία, δέσμια του ΔΝΤ, και την οδήγησε στο G-20 πετυχαίνοντας εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και δυσθεώρητο ΑΕΠ, σίγουρα θέλει να παραμείνει στην ιστορία ως ο ηγέτης που ξεπέρασε κάθε ιστορική φυσιογνωμία που σημάδεψε την ιστορία του τουρκικού κράτους. Όμως η κατάρρευση της τουρκικής λίρας και η πίεση των αγορών, η αύξηση της ανεργίας και η μείωση της αγοραστικής ικανότητας των καταναλωτών οδηγούν σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις τη χώρα σε χρεωκοπία. Λίγο πριν την οικονομική κατάρρευση λοιπόν, οι προθέσεις ενός αναμφισβήτητα χαρισματικού ηγέτη, εξακολουθούν να παραμένουν αδιευκρίνιστες, εφόσον δεν είναι αποφασισμένος να διαπράξει ίσως πολιτική ύβρι.