Ελληνο-Ιταλική Συμφωνία για ΑΟΖ: Τι είναι, τι συνεπάγεται…

από Σκιαδάς Δημήτρης
sms

Η ανακοίνωση για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας για την οριοθέτηση της ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) μεταξύ τους είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Το πρόσημο της σημασίας αυτής της εξέλιξης (θετικό ή αρνητικό) είναι κάτι που μπορεί να τεθεί μόνο αφού εξεταστεί τόσο η ίδια η συμφωνία όσο και οι επιπτώσεις της.

Κατ’ αρχάς πρέπει να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενο της. Η ΑΟΖ είναι μια θαλάσσια ζώνη που προβλέπεται από τη Διεθνή Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS), η οποία εκκινεί ως έκταση από τα εσωτερικά όρια των χωρικών υδάτων (για την Ελλάδα 6 ναυτικά μίλια) και μπορεί να φτάσει τα 200νμ, όταν οι αποστάσεις μεταξύ των Κρατών το επιτρέπουν. Όταν οι αποστάσεις δεν επαρκούν για το ανάπτυγμα των 200νμ, τότε η ΑΟΖ οριοθετείται μεταξύ των Κρατών με συμφωνία, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις αρχές του διεθνούς δικαίου, με γνώμονα να αποδίδεται «ευθυδικία», δηλαδή να απονέμεται δίκαιο αποτέλεσμα. Η ανακήρυξη της ΑΟΖ γίνεται όμως με μονομερή πράξη του κάθε παράκτιου κράτους. Το περιεχόμενο της κυριαρχίας που ασκείται στην ΑΟΖ είναι περιορισμένο εν σχέσει με αυτό των χωρικών υδάτων, καθώς αφορά αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα για την έρευνα και την εκμετάλλευση των ζώντων και μη πόρων επί της επιφάνειας της θάλασσας, της θαλάσσιας μάζα, του βυθού και του υπεδάφους, την αξιοποίηση και εκμετάλλευση της ενέργειας από τα ύδατα, τα θαλάσσια και υποθαλάσσια ρεύματα και παλίρροιες, καθώς και του ανέμου, και τέλος, το δικαίωμα εγκαταστάσεως τεχνητών νησιών και άλλων κατασκευών που διευκολύνουν αυτήν την εκμετάλλευση. Στη θαλάσσια ζώνη της ΑΟΖ τα άλλα Κράτη απολαμβάνουν των δικαιωμάτων της ελεύθερης ναυσιπλοΐας καθώς και της ασκήσεως των ενόπλων τους δυνάμεων, και τέλος, το δικαίωμα της ποντίσεως καλωδίων και σωληναγωγών, με τον περιορισμό όμως ότι αυτές, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των τρίτων Κρατών πρέπει να ασκούνται με απόλυτο σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Κράτους που έχει ορίσει την ΑΟΖ, το οποίο διατηρεί τη δικαιοδοσία επιβολής της νομοθεσίας του, προς αποφυγή ή καταστολή παραβιάσεως των κυριαρχικών του δικαιωμάτων.

Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η Ελληνο-Ιταλική Συμφωνία αποτελεί τη συμφωνία οριοθέτησης AOZ , κάτι που σημαίνει τη de facto αναγνώριση της, αλλά ακόμη δεν έχει υπάρξει για κάποιο από τα δυο αυτά κράτη η τυπική μονομερής πράξη για επίσημη (de jure) ανακήρυξη της ΑΟΖ, αν και η επίσημη ανακήρυξη ενεργοποιεί τα προαναφερθέντα κυριαρχικά δικαιώματα (πάντως και η συμφωνία οριοθέτησης μπορεί να οδηγήσει σε έννομες συνέπειες όπως π.χ. η σχετική Συμφωνία Κύπρο-Ισραήλ το 2010). Η ελληνο-ιταλική συμφωνία ακολουθεί το θαλάσσιο όριο για την υφαλοκρηπίδα που είχε χαραχθεί μεταξύ Ελλάδος-Ιταλίας το 1977 (Ν. 768/1978) και κατ’ ουσία πρόκειται για μια επέκταση της συμφωνίας αυτής στη θαλάσσια στήλη ύδατος από τον βυθό έως την επιφάνεια της υπερκείμενη θάλασσας. Ο τρόπος χάραξης των ορίων είναι η μέθοδος της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης αποστάσεως, κάτι που η Ελλάδα επικαλείται για όλες τις περιπτώσεις οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, σε αντίθεση με την Τουρκία που επικαλείται την επίσης προβλεπόμενη αλλά με πολλά υποκειμενικά και αόριστα στοιχεία μέθοδο της ευθυδικίας, δηλ. επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος σταθμίζοντας διάφορους παράγοντες (πάντως και στην «οριοθέτηση» της ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, υιοθετήθηκε η μέθοδος της μέσης γραμμής). Η συμφωνηθείσα οριοθέτηση αυτή έχει ως συνέπεια να μειώνεται η επίπτωση ως προς τη δημιουργία ΑΟΖ των Διαπόντιων Νήσων (Οθωνοί κλπ βόρειοδυτικά της Κέρκυρας) και των Στροφάδων (νησιά νότια της Ζακύνθου και δυτικά της Πελοποννήσου) αλλά σε επίπεδο χωρικής έκτασης η απώλεια αυτή αναπληρώθηκε με απόδοση ανάλογης έκτασης σε άλλο σημείο της οριοθέτησης. Το επιχείρημα ότι έπρεπε να γίνει άλλη οριοθέτηση, χωρίς να ληφθεί υπόψιν η ήδη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα, επειδή πλέον ισχύει η UNCLOS, θα οδηγούσε στο οξύμωρο (τόσο για το Διεθνές Δίκαιο όσο και για την κοινή λογική) σχήμα να υπάρχουν θαλάσσιες ζώνες (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) για την ίδια περιοχή που να έχουν διαφορετικά μεταξύ τους όρια!!!

Ενδιαφέρον σημείο της συμφωνίας είναι το κείμενο προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπου Ελλάδα και Ιταλία ζητούν από κοινού τη μελλοντική τροποποίηση του κανονισμού περί κοινής αλιευτικής πολιτικής ώστε, όταν η Ελλάδα αποφασίσει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα έως τα 12 ναυτικά μίλια, να διατηρηθεί η υπάρχουσα αλιευτική δραστηριότητα (με σαφώς προσδιορισθέντα δικαιώματα) των Ιταλών αλιέων στην περιοχή μεταξύ 6 και 12 ναυτικών μιλίων, η οποία σήμερα είναι χώρος διεθνών υδάτων. Το σημείο αυτό έχει δύο κρίσιμες πτυχές. Η πρώτη είναι η επίσημη αναγνώριση από την Ιταλία του δικαιώματος της Ελλάδος να προχωρήσει σε μονομερή επέκταση των χωρικών της υδάτων κατά το δοκούν, δημιουργώντας ένα σημαντικό προηγούμενο. Η δεύτερη είναι η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία παραδοσιακά δεν ενθαρρύνει οριοθετήσεις ΑΟΖ στη Μεσόγειο αλλά αντίθετα προκρίνει την οριοθέτηση και ανακήρυξη Αλιευτικών Ζωνών (δεν προβλέπονται πια από την UNCLOS αλλά προβλεπόταν από την Σύμβαση της Γενεύης του 1958), επειδή α) θεωρεί ο αλιευτικός στόλος των κρατών της ΕΕ είναι μεγαλύτερος και καλύτερα εξοπλισμένος και οργανωμένος από τον αντίστοιχο των κρατών της Βορ. Αφρικής, ώστε να μπορεί να αλιεύει μακρύτερα και σε μεγαλύτερη θαλάσσια έκταση, ενώ η οριοθέτηση ΑΟΖ με τα βορειοαφρικανικά Κράτη, θα περιόριζε σημαντικά τις θαλάσσιες περιοχές αλιευτικής εκμεταλλεύσεως, και β) πιέζουν και οι άλλες εκτός Μεσογείου μεγάλες ναυτικές και ναυτιλιακές δυνάμεις, αφού στην ΑΟΖ τα Κράτη μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς που δεν υπάρχουν στα διεθνή ύδατα και με την οριοθέτηση ΑΟΖ στην Μεσόγειο, όλη σχεδόν η περιοχή θα έπιπτε υπό την δικαιοδοσία των οικείων παράκτιων Κρατών, εξαλείφοντας τελείως σχεδόν τα διεθνή ύδατα (και τις ελευθερίες που το καθεστώς τους συνεπάγεται).

Με αυτά τα νομικά δεδομένα ως προς το τι είναι η ελληνο-ιταλική συμφωνία για την ΑΟΖ, δημιουργούνται πολλά σημεία διεθνοπολιτικής ανάλυσης ως προς το τι συνεπάγεται.

Το πρώτο προφανές ζήτημα είναι ότι μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ με άλλα κράτη, αρχής γενομένης από την Αλβανία και την Αίγυπτο.

Ειδικά στην περίπτωση της Αλβανίας, όπου το προηγούμενο της δικαστικής ανατροπής της σχετικής ελληνο-αλβανικής συμφωνίας είναι ακόμη νωπό, η άσκηση διπλωματικής πίεσης με αξιοποίηση της ελληνο-ιταλικής συμφωνίας είναι μια κρίσιμη και χρήσιμη επιλογή.

Ως προς την Αίγυπτο, τα πράγματα είναι ακόμη πιο σύνθετα.

Είναι γεγονός ότι Ελλάδα και Αίγυπτος έχουν ίδιες αντιλήψεις θέσεις στο θέμα της επήρειας των νησιών στις θαλάσσιες οριοθετήσεις και της εφαρμογής της αρχής της μέσης γραμμής. Όμως η οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου συνεπάγεται και την εξέταση του ζητήματος της ΑΟΖ του νησιωτικού συμπλέγματος της Μεγίστης (Καστελόριζο), και επομένως, μέσω μιας τέτοιας συμφωνίας οριοθέτησης η Αίγυπτος θα κληθεί να πάρει θέση ως προς τη σχετική ελληνοτουρκική διαμάχη, δηλ. το αν και κατά πόσο το Καστελόριζο ασκεί επιρροή στον καθορισμό της ελληνικής και της τουρκικής ΑΟΖ. Για την αιγυπτιακή πλευρά το θέμα έχει ως εξής: Η Αίγυπτος αναγνωρίζει εγκάρσια τον 28ο μεσημβρινό ως ανατολικό σημείο της ελληνικής ΑΟΖ, μέχρι την Ρόδο δηλαδή. Βάσει της μεθόδου της μέσης γραμμής, η αιγυπτιακή ΑΟΖ θα είναι τουλάχιστον η ίδια είτε υπογράψει συμφωνία με την Τουρκία είτε με την Ελλάδα. Εάν επιλέξει να υπογράψει συμφωνία με την Τουρκία, θα αποδέχεται ότι η θαλάσσια περιοχή ανατολικώς της Ρόδου και μέχρι το σημείο τομής των ορίων με την Κύπρο ανήκει στην Τουρκία. Σε αυτή την περίπτωση η ελληνική υφαλοκρηπίδα δεν θα εφάπτεται με την κυπριακή ΑΟΖ. Εάν υπογράψει συμφωνία με την Ελλάδα που θα περιλαμβάνει την περιοχή από την Κρήτη εως το σημείο τομής των ορίων με την Κύπρο, θα αναγνωρίζει στο Καστελλόριζο και στα γύρω νησιά πλήρη επήρεια. Σε αυτή την περίπτωση, η Αίγυπτος δεν θα έχει θαλάσσια σύνορα με την Τουρκία ενώ παράλληλα παύει να υφίσταται και εν τοις πράγμασι και το τουρκο-λυβικό μνημόνιο οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης.

Σε αυτό το σημείο έχουν εκφραστεί δύο σενάρια.

Το πρώτο είναι να υπάρξει μια ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία μέχρι τη Ρόδο, που να μην θίγει το ζήτημα του Καστελόριζου. Αυτό έχει ως θετικό σημείο ότι δεν δημιουργεί πρόβλημα στην αιγυπτιακή πλευρά (δεν την φέρνει σε ευθεία ρήξη με την Τουρκία) και παράλληλα δεν μεταβάλει τυπικά τις ελληνικές θέσεις για το θέμα της επήρειας του Καστελόριζου επί της ελληνικής ΑΟΖ. Όμως η μερική οριοθέτηση μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη αδυναμίας της ελληνικής πλευράς να επιβάλλει τα δικαιώματα της στην περιοχή και έτσι να επιτραπεί στην Τουρκία να αυξήσει περαιτέρω την επιθετική της στάση.

Το δεύτερο σενάριο είναι η αξιοποίηση του προηγούμενου της ελληνο-ιταλικής συμφωνίας οριοθέτησης. Όπως στην εν λόγω συμφωνία προκύπτει η αποδοχή μειωμένης επήρειας των Στροφάδων και των Διαπόντιων Νήσων στην διαμόρφωση της ελληνικής ΑΟΖ, έτσι έχει προταθεί να υπάρξει ανάλογη μεταχείριση στην περίπτωση της Μεγίστης, με κέρδος για την αιγυπτιακή πλευρά που θα αποκτήσει μεγαλύτερη έκταση στην ΑΟΖ της και δη σε μια περιοχή όπου έχει εντοπιστεί το κοίτασμα Ζohr, από την ιταλική πολυεθνική πετρελαϊκή εταιρεία Eni (από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού αερίου με περίπου 30 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου που αντιστοιχούν σε 5,5 δισ. βαρέλια πετρελαίου, και το οποίο καλύπτει μια περιοχή περίπου 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στην αιγυπτιακή πλευρά και ανάλογη έκταση στην ελληνική πλευρά εάν η ΑΟΖ των δυο χωρών οριοθετηθεί με τη μέθοδο της μέσης γραμμής). Με τον τρόπο αυτό παρέχεται ένα σημαντικό δέλεαρ προς την Αίγυπτο να δεχθεί τη συνολική οριοθέτηση της ΑΟΖ. Όμως αυτό σημαίνει αφενός μείωση των ελληνικών αξιώσεων επί του κοιτάσματος Zohr και αφετέρου αποδοχή, έστω μερική, των τουρκικών ισχυρισμών περί μειωμένης επίδρασης του Καστελόριζου στον καθορισμό της ΑΟΖ Ελλάδας και Τουρκίας. Παράλληλα στην περίπτωση της ελληνο-ιταλικής συμφωνίας το ελληνικό δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια θεωρειται δεδομένο. Στην περίπτωση π.χ. των Δωδεκανήσων ή της Κρήτης (κρίσιμες ελληνικές περιοχές για την οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου), η αναφορά ενός τέτοιου δικαιώματος μπορεί να προκαλέσει την τουρκική αντίδραση ενώ η μη αναφορά του να θεωρηθεί σιωπηρή παραίτηση από αυτό.

Οι επιλογές είναι πάντα δύσκολες. Εξαρτάται όμως πόσο ισχυρός (τόσο νομικά όσο και πραγματικά) αισθάνεται κάποιος για να τις κάνει. Στην περίπτωση της ελληνικο-ιταλικής συμφωνίας οριοθέτησης της ΑΟΖ, η Ελλάδα έδειξε πως νιώθει ισχυρή. Και αυτό προέβαλε σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Η συνέχιση της πρωτοβουλίας αυτής είναι ιδιαίτερη κρίσιμη. Αυτό το στοιχείο είναι που καθιστά θετικό το πρόσημο της σημασίας της ελληνο-ιταλικής συμφωνίας, άσχετως των επι μέρους προβληματισμών που μπορεί να δημιουργούνται.