Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν παίζουμε

από Σιχλετίδης Θεόφιλος
sms

Πρώτη φορά πήγα στα Σκόπια το 1983, ήμουν δέκα χρονών. Ήταν μία εκδρομή του… θανάτου, φύγαμε πριν να ξημερώσει με το πούλμαν και επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη μέσα στα μαύρα τα μεσάνυχτα. Ήταν μία εκδρομή για ψώνια, που πολλοί έκαναν εκείνα τα χρόνια, για adidas made in Yugoslavia, στην Ελλάδα τα made in west Germany ήταν απλησίαστα, για μπανάνες, στην Ελλάδα οι μπανάνες ήταν τότε δυσεύρετες και πανάκριβες εξαιτίας του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου του Ανδρέα σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να τρώμε μήλα, και με ό,τι δηνάρια περίσσευσαν οι εκδρομείς από τη Θεσσαλονίκη κατέβαζαν ό,τι έβρισκαν από τα ράφια ενός σούπερ μάρκετ στο Τίτο Βέλες, που τώρα το λένε Βέλες σκέτο.

Η πόλη των Σκοπίων δεν μου άρεσε καθόλου. Ήταν πολύ γκρίζα, έρημο το κέντρο, άσχημα τα κτίρια. Εκείνο όμως που μου έκανε την πιο αρνητική εντύπωση ήταν αυτό το… Macedonia. Τι… Macedonia αφού από τη Μακεδονία είχαμε πάει εμείς στα Σκόπια! Οπότε στο ταξίδι της επιστροφής ρώτησα τους πάντες μέσα στο πούλμαν για το τι ακριβώς έτρεχε με αυτή τη… Macedonia. Ήταν 1983 και η εξήγηση εκείνης της δεκαετίας ήταν πως είναι άλλη η Μακεδονία που εμείς ζούμε και άλλη η… Macedonia της Γιουγκοσλαβίας. Και το θέμα έκλεισε εκεί.

Το θέμα άνοιξε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας μέσα σε ένα εντελώς αρνητικό περιβάλλον καθώς στα Βαλκάνια είχαμε μία έκρηξη παλιών και νέων εθνικισμών. Η περιοχή μας, η γειτονιά μας έγινε, ξανά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα πεδίο άσκησης εγκλημάτων πολέμου. Ευτυχώς, η πολιτική σοφία του, σε προχωρημένη ηλικία, Κωνσταντίνου Καραμανλή κράτησε την Ελλάδα στο λιμάνι της ειρήνης και της ασφάλειας και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αν και με καθυστέρηση, συνειδητοποίησε το πόσο επικίνδυνα ήταν τα σχέδια του Αντώνη Σαμαρά, αλλά και ότι δεν μπορούσε να κατασκευάσει συναίνεση στην οικονομική του πολιτική πατώντας πάνω στο ονοματολογικό.

Στα χρόνια που ακολούθησαν οι εξελίξεις ήταν σε θετική κατεύθυνση στην από εδώ πλευρά, από την ενδιάμεση συμφωνία του 1995, στην ευρωπαϊκή στρατηγική για τα Δυτικά Βαλκάνια του 2003 και στην εθνική γραμμή του 2008. Αυτό που έλειπε ήταν ένας λογικός και ειλικρινής συνομιλητής στην άλλη πλευρά. Όταν αυτός βρέθηκε φτάσαμε σε μία συμφωνία/συνέχεια και ολοκλήρωση όλων των προσπαθειών που έκαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις, με εξαίρεση αυτή της περιόδου 2012 – 2014 παρά τις γνωστές δηλώσεις Βενιζέλου στην έδρα του ΟΗΕ, όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Το αν η συμφωνία των Πρεσπών είναι πολύ καλή, όπως υποστηρίζει η ελληνική κυβέρνηση, θα φανεί στα χρόνια που έρχονται από το αποτέλεσμα. Από την ειρηνική και φιλική σχέση, από την οικονομική συνεργασία και συνανάπτυξη, από το πώς θα επηρεάσει τα πράγματα στην ευρύτερη περιοχή. Το αν όμως είναι πολύ κακή και προδοσία και αντάλλαγμα για να μην κοπούν οι συντάξεις (που δεν θα κοπούν γιατί ο ΕΦΚΑ έχει εδώ και δύο χρόνια πλεόνασμα και όχι τεράστια ελλείμματα όπως είχαν προβλέψει οι… σοφοί του ΔΝΤ) ή για να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, θα πρέπει να αποδειχτεί τώρα.

Ακριβώς επειδή βρισκόμαστε στα Βαλκάνια, επιβάλλεται να μην παίζουμε. Ούτε με… καλύτερες λύσεις του τύπου Κάτω Σερβία, με Βουλγαροσερβική ιθαγένεια και Μουγκοσλάβικη γλώσσα, ούτε με καθόλου λύσεις που απροκάλυπτα εξυπηρετούν τα σχέδια της αλλοπρόσαλλης συμμαχία Πούτιν – Ερτογάν για τη μετατροπή της ΠΓΔΜ σε προτεκτοράτο της Τουρκίας.